Η εφαρμογή των μέτρων που περιλαμβάνονται στα Memoranda εξακολουθεί να προκαλεί σεισμικές δονήσεις στην ελληνική πολιτική. Από τη σκοπιά της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος το πρόβλημα έγκειται στη δημιουργία διαρκώς νέων δεδομένων, τα οποία τα ηγετικά πολιτικά στελέχη εμφανίζονται αδύναμα να κατανοήσουν και να διαχειριστούν. Για τον λόγο αυτό, οδηγούμαστε διαρκώς σε ατελέσφορες κομματικές στρατηγικές, όπως η αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Μαΐου ή η τρέχουσα δυστοκία για τον προσδιορισμό των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών αλλαγών.

Πολλά από τα προβλήματα αυτά θα είχαν αποφευχθεί εάν υπήρχε καλύτερη επίγνωση των προϋποθέσεων της ηγεσίας, δηλαδή της εξουσίας, του πολιτικού πλαισίου και των υποστηρικτών.

Σχετικά με την εξουσία είναι σαφές ότι οι αρχηγοί Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης διαθέτουν διαφορετικής ποιότητας εξουσίες. Ο πρώτος διαθέτει το πλήρες οπλοστάσιο της θεσμικής εξουσίας που αντιστοιχεί στο αξίωμα του Πρωθυπουργού, όπως και ικανή, αλλά όχι πλειοψηφική, κοινοβουλευτική ισχύ σύμφωνα με τις έδρες του κόμματός του. Βενιζέλος και Κουβέλης δεν διαθέτουν τυπική εκτελεστική εξουσία, αλλά ασκούν μόνον άτυπη επιρροή μέσω της διαβούλευσής τους με τον Πρωθυπουργό. Η δυνατότητα επιρροής τους στην κυβέρνηση προέρχεται από την κοινοβουλευτική αριθμητική, η οποία τους καθιστά απαραίτητους για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και την υπερψήφιση κατά πλειοψηφία των νομοθετημάτων της. Δεν πρέπει ασφαλώς να μας διαφεύγει η διάχυτη επιρροή των μικρότερων κυβερνητικών εταίρων μέσω της τοποθέτησης αριθμού μελών της κυβέρνησης και στελεχών του κρατικού μηχανισμού, οι οποίοι δεν ελέγχονται, αλλά επηρεάζονται από τα κομματικά επιτελεία.

Η λειτουργία της κυβέρνησης, λοιπόν, πάσχει από την ανεπαρκή θεσμοθέτηση του τρόπου λήψης αποφάσεων και γενικότερα της πολιτικής διεύθυνσης. Είναι προβληματική η εξισορρόπηση που επιχειρείται μεταξύ της τυπικής εξουσίας που αντιστοιχεί στον Πρωθυπουργό και τα μέλη της κυβέρνησης και της άτυπης επιρροής των κομματικών ηγεσιών ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Το έλλειμμα νομιμοποίησης μπορεί να διορθωθεί μόνον εφόσον θεσμοθετηθούν θέσεις αντιπροέδρων της κυβέρνησης για τους κ.κ. Βενιζέλο και Κουβέλη, ώστε η διαβούλευση, η λήψη αποφάσεων και η πολιτική ευθύνη να αποκτήσουν ουσιαστικά θεσμικά ερείσματα, άρα και νομιμοποίηση.

Δεύτερον, σχετικά με το πολιτικό πλαίσιο παρατηρείται ότι δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή η αναδιάταξη του κομματικού συστήματος. Η σημερινή κυβέρνηση δεν αποτελεί περίπτωση μεγάλου συνασπισμού (grand coalition), όπως οι κυβερνήσεις με εταίρους το CDU-CSU και το SPD στη Γερμανία.

Η ασύμμετρη διάταξη των κοινοβουλευτικών δυνάμεων επιτρέπει έναν αυξημένο ρόλο στη ΝΔ, αλλά περιορίζει σημαντικά ένα δυναμικό ρόλο του ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον όπως ο αρχηγός του επιχειρεί να τον εκφράσει. Ο κ. Βενιζέλος είναι εξαιρετικός στο πεδίο της ρητορικής και της κοινοβουλευτικής διαμάχης, αλλά οι κινήσεις πολιτικής τακτικής που επιχειρεί διέπονται από υπέρμετρα φιλόδοξους στόχους, τους οποίους επιδιώκει με ρητορικές πράξεις (speech acts), όπως η στάση «δεν συζητήσαμε για μέτρα». Χαρακτηριστική είναι η ατυχής διαχείριση της σχέσης με την τρόικα τον Σεπτέμβριο 2011 και η σημερινή επιμονή του στη λογική της πολιτικής διαπραγμάτευσης.

Ωστόσο, η αντίληψη αυτή φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του Πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών για την προτεραιότητα και, ενδεχομένως, αποτελεί μία βραδυφλεγή βόμβα στη λειτουργία της κυβέρνησης.

Τρίτον, σχετικά με τους υποστηρικτές τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση πόρρω απέχουν από την καλλιέργεια ισχυρών κομματικών ταυτίσεων και διαμόρφωσης ισχυρών κοινωνικών συμμαχιών. Σε μία συγκυρία πρωτοφανούς έλλειψης εμπιστοσύνης στα κόμματα και τα πολιτικά στελέχη, οι κομματικές ηγεσίες δεν φαίνεται να διαθέτουν ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης των δομών τους, προκειμένου να προσφέρουν ουσιαστικές δυνατότητες συμμετοχής των πολιτών αλλά και λογοδοσίας της ηγεσίας.

Στη Μινωική Κρήτη η εταιρεία υπήρξε σημαντικός θεσμός πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης με υποχρεώσεις (την παραχώρηση μέρους της παραγωγής και του εισοδήματος) αλλά και προνόμια (π.χ. πρόσβαση στα συσσίτια) για τα μέλη τους. Ο αποκλεισμός από τις εταιρείες ήταν οδυνηρός και οδηγούσε στο μειωτικό status του απέταιρου. Η λειτουργία της κυβέρνησης πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικά νομιμοποιητικά ερείσματα μέσω της θεσμοθέτησης των τρόπων λήψης αποφάσεων και της πολιτικής διεύθυνσης, αλλά και μέσω της παραγωγής συγκεκριμένων αποτελεσμάτων πολιτικής. Σε διαφορετική περίπτωση, πρόσωπα και κόμματα ενδέχεται να περιέλθουν στην κατάσταση του απέταιρου.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου