Οι πέντε αυτοί κορυφαίοι αθλητές είναι εκείνοι που έβαλαν τις βάσεις για τις μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού από το 1990 και μετά. Και έβαλαν αυτές τις βάσεις με μόνο όπλο την αγάπη τους για τον αθλητισμό, αφού τότε οικονομικά κίνητρα δεν υπήρχαν. Σήμερα θυμούνται το παρελθόν και κρίνουν το παρόν.
Με ένα αργυρό (στα 74 κιλά στο Μόναχο το 1972) και ένα χάλκινο μετάλλιο (1968 στο Μεξικό), ο Πέτρος Γαλακτόπουλος είναι μια από τις κορυφαίες μορφές της ελληνικής πάλης.
Ο Πετράν, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, έζησε τις δύσκολες μέρες του ελληνικού αθλητισμού. Οταν όμως τον ρωτάς αν ζηλεύει τους σημερινούς πρωταγωνιστές της αθλητικής ζωής του τόπου, απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη: «Τους λυπάμαι. Γιατί αρκετοί από αυτούς θέλουν να φτάσουν ψηλά χωρίς να δουλέψουν ανάλογα. Ετσι καταφεύγουν σε άλλα μέσα, απαγορευμένα, καταστρέφοντας τον εαυτό τους. Εμείς τον ζήσαμε αλλιώς τον αθλητισμό. Στη Μόσχα, το 1980, όταν ήμουν προπονητής του Μηγιάκη, του έδινα μουρουνέλαιο. Δεν ήξερα τι κάνει. Με αυτό είχα μεγαλώσει, αφού μου το έδιναν για δυναμωτικό, το έδινα κι εγώ στους αθλητές μου».
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μονάχου ήταν αυτοί που σημάδεψαν τον Γαλακτόπουλο. «Θυμάμαι – διηγείται – μια μέρα πριν αρχίσω να παλεύω, βγήκα από το δωμάτιο για να πάω για τρέξιμο και είδα έναν Ισραηλινό, πρώην αντίπαλό μου, που εκείνη την εποχή ήταν προπονητής, να κείτεται νεκρός. Συγκλονίσθηκα. Μετά από λίγο πήγα στο δωμάτιο του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου και του ζήτησα το ηλεκτρόφωνο που είχε. Εστειλα έναν γνωστό στην πόλη και μου αγόρασε μερικούς δίσκους του Καζαντζίδη και άκουγα για 8 ώρες μουσική για να ηρεμήσω…».