Tον Γαλιλέο Γαλιλέι θα ερμηνεύσει τον ερχόμενο χειμώνα – απ’ τα μέσα του Οκτωβρίου – στο Τριανόν ο Αγγελος Αντωνόπουλος (φωτογραφία) σ’ έναν άτιτλο ακόμα μονόλογο, τη δραματουργική σύνθεση του οποίου υπογράφει ο ίδιος. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Σταύρος Τσακίρης ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια θα υπογράφει ο Γιάννης Μετζικώφ.

Στο μονόλογο συναντιούνται ο επιστήμονας με τον άνθρωπο Γαλιλέο και προβάλλονται η σύγκρουσή του με τους επιστημονικούς κύκλους της εποχής και με την Καθολική Εκκλησία αλλά κι η ανθρώπινη αγωνία του κι η σύγκρουση με την οικογένειά του. Απαρνημένος αλλά και αρνητής, μόνος, σχεδόν τυφλός, ο Γαλιλέο φέρνει στη σκηνή, σαν σπασμένες εικόνες απ’ το σύμπαν που έχει κατακλύσει το μυαλό του, την πορεία και τις αγωνίες μιας ζωής. Θέτοντας ερωτήματα όπως τι είναι η επιστήμη και ποιο το καθήκον του επιστήμονα στον σύγχρονο κόσμο ή αν η επιστήμη είναι το όπλο ενάντια στις προκαταλήψεις που αγκυλώνουν τη σκέψη.

Τον Γαλιλέο στην ελληνική σκηνή έχουν ερμηνεύσει – αλλά στη «Ζωή του Γαλιλαίου» του Μπέρτολτ Μπρεχτ – ο Στέλιος Βόκοβιτς στο πρώτο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα, τη σεζόν 1972 – ’73 απ’ τον Σπύρο Ευαγγελάτο στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, ο Δημήτρης Βάγιας στο δεύτερο, το 1990 – ’91 στην Κεντρική Σκηνή του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γιάννη Βεάκη και με τον τίτλο «Γαλιλαίος» κι ο Μηνάς Χατζησάββας το 1998 – ’99, στο τρίτο, επίσης στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, με σκηνοθέτη τον Σταύρο Ντουφεξή και κάτω απ’ τον τίτλο «Ο βίος του Γαλιλαίου».

Δεν ήταν η παράσταση που περίμενα πως θα με βγάλει απ’ την αριστοφανική πλήξη και ρουτίνα πια – ναι, πλήξη και ρουτίνα, δε φοβάμαι να το γράψω – οι «Νεφέλες» του καλού Νίκου Μαστοράκη και του Εθνικού. Απ’ την παράσταση, πάντως, κρατώ πράγματα – το εύρημα της «αντιπαράθεσης» με τους Πλατωνικούς Διαλόγους, τον Χορό, τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, το χιούμορ και τη διακριτικότητα με την οποία κάνει τις προσθήκες του ο Γιάννης Μπέζος, κάποιες απ’ τις ερμηνείες… Αλλά, πάνω απ’ όλα, κρατώ την έκπληξη Νίκος Ψαρράς. Σ’ ένα ρόλο μακράν του υποκριτικού του στίγματος, ο ηθοποιός που τον βλέπω διαρκώς να εξελίσσεται όχι μόνο βγήκε απ’ τον εαυτό του – αγνώριστος! – αλλά αυτό που σχεδίασε μαζί με τον σκηνοθέτη του το υλοποίησε άψογα: ένας… «ρουστίκ» Δίκαιος Λόγος α-πο-λαυ-στι-κός στον καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, όσο κι αν το εύρημα ήταν εύκολο, Αγώνα Δίκαιου – Αδικου Λόγου που ‘χω δει σε «Νεφέλες».

Το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο ανασταίνουν την ελληνική σκηνή! Μετά την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» της Νένας Μεντή, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, μετά την Σωτηρία Μπέλλου της Λήδας Πρωτοψάλτη σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου και, κατόπιν, της Ντίνας Κώνστα σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου στο «Σωτηρία με λένε» της Σοφίας Αδαμίδου – που θα ξαναπαιχτεί, μαθαίνω, στο Κάππα -, μετά την Σεβάς Χανούμ της Κωνσταντίνας Μιχαήλ στο «Σεβάς Χανούμ. Η ιστορία μιας τραγουδίστριας του ’50» του Γιώργου Χρονά που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος, σειρά έχει η Ρόζα Εσκενάζυ. Θα την ενσαρκώσει τον επόμενο χειμώνα η Μαίρη Ραζή (φωτογραφία) σε μονόλογο με τον τίτλο «Ρόζα» που ‘γραψε ο Παναγιώτης Μέντης. Και που θ’ ανεβεί μέσα Οκτωβρίου στο θέατρο Πρόβα, ως η παράσταση της Κεντρικής Σκηνής του, με σκηνοθέτη τον Σωτήρη Τσόγκα. Εκπληξη: τη μουσική θα υπογράψει ο Σταμάτης Κραουνάκης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια θα ‘ναι της Καλλιόπης Κοπανίτσα κι οι φωτισμοί του Αχιλλέα Κουτσούρη.

Μέσα απ’ το μονόλογο ζωντανεύει, όπως σημειώνεται, η ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα – Εθνικός Διχασμός, Καταστροφή της Σμύρνης, ξερίζωμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, δικτατορία του Μεταξά, Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος… – κι η πορεία των ξεριζωμένων Ελλήνων και των κυνηγημένων Εβραίων και Αρμενίων.

Η Ρόζα Εσκενάζυ, σεφαραδίτισα Εβραία, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, που μίλησε πρώτα τούρκικα κι αργότερα ελληνικά και που, όταν έφυγε απ’ την Πόλη κι ήρθε στην Θεσσαλονίκη, έζησε το διωγμό των Εβραίων κι έχασε όλους τους δικούς της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στο μονόλογό της ονειρεύεται, ανασύρει μνήμες, ξύνει πληγές, αναπολεί και παραμένει ανεξάρτητη κι ερωτευμένη με το τραγούδι και το χορό.

Αυτό είναι! Οι Κίναιδοι. Το όνομα νεοπαγούς μουσικού ντουέτου – τραγούδι και πιάνο. Το ψάρεψα από δελτίο Τύπου για την πρόσφατη παρθενική του εμφάνιση στο χώρο Baumstrasse / Ο Δρόμος με τα Δέντρα. Ολος ο κόσμος, μια σκηνή…

Απ’ το στρατό – σε καλό μου! – είχα να το θυμηθώ: το «κατά τριάδας». Στις οποίες μας συντάξανε οι υπαξιωματικοί – τέλος πάντων, οι ταξιθέτες του Φεστιβάλ Αθηνών – για να οδεύσουμε, εμείς οι θεατρόφιλοι κι οι θεατροφιλόφιλοι κι οι διανοούμενοι, οι με κουνουποαπωθητικό, συμφώνως προς τας οδηγίας, καλοαλειμμένοι, υπό τον ήλιο και με 38 βαθμούς υπό σκιάν – όχι ευτυχώς, πάντως, με βήμα – προς τον Γολγοθά – τέλος πάντων, προς τους σωρούς των χωμάτων και προς τα σκάμματα και προς τα γειτονικά έλη – στα οποία παίχτηκε το πρώτο μέρος του κατά Μιχαήλ Μαρμαρινόν (φωτογραφία) «Insenso» του Δημήτρη Δημητριάδη. Κι απ’ το Δημοτικό είχα να το θυμηθώ, το χωριστά τ’ αγόρια, χωριστά τα κορίτσια. Απ’ τις γυμναστικές επιδείξεις, που τα κορίτσια πήγαιναν για τον κερκυραϊκό, και τ’ αγόρια για τον λεβέντικο τσάμικο.

Δε λέω, συναρπαστικός ο εξωτερικός χώρος της παράστασης, γοητευτική η αίσθηση, με τις εγκατεσπαρμένες στα όρη και στ’ άγρια βουνά ή τρέχουσες, αλαφιασμένες, καμιά εικοσαριά κοντέσες Λίβιες Σερπιέρι, με άρωμα «Μήδειας» Παζολίνι και Μίκλος Γιάντσο και Θόδωρου Αγγελόπουλου περισσότερο και λιγότερο Βισκόντι απ’ τον οποίο ο Δημήτρης Δημητριάδης έχει εμπνευστεί, αλλά με την απορία έμεινα: γιατί να χωριστούν τα φύλα – έτσι μάλιστα που πια έχουν μπερδευτεί… – και γιατί να μας συντάξουνε κατά τριάδας;