Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν άλλος. Δεν είχε εκείνο το ανασφαλές ύφος τού μονίμως εκνευρισμένου πολιτικού, που τον διέκρινε και τον προσδιόριζε για χρόνια. Τούτη τη φορά ήταν σταθερός, χωρίς πολλές περιττές κινήσεις και χωρίς σκαμπανεβάσματα στη φωνή του.

Περιέγραψε το πρόβλημα αποδεχόμενος την κρισιμότητα των περιστάσεων, αναφέρθηκε στα μέτρα και στις επιλογές της νέας κυβέρνησης, έστειλε τα μηνύματά του στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, και από εκεί και πέρα στόχευσε τον «μικρό» από την αρχή και τον πολυβολούσε ασταμάτητα.

Του επιτέθηκε με δριμύτητα, του είπε ότι αβαντάρει το «λόμπι της δραχμής», ότι συντάσσεται με εκείνους που θέλουν και προπαρασκευάζουν δι’ ίδιον όφελος την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, τον κατηγόρησε ότι με τη στάση του διώχνει τους επενδυτές και στο τέλος σχεδόν τον επιτίμησε δηλώνοντας ότι δεν περνάνε οι απειλές του για δικαστήρια και φυλακές.

Τον προκάλεσε μάλιστα, προτρέποντάς τον να αφήσει τους άλλους ήσυχους και αντί να απειλεί τους πάντες για την αποκρατικοποίηση, να στείλει τον ίδιο φυλακή!

Ανέλαβε έτσι, με αυτόν τον αυθεντικά λαϊκό τρόπο, πλήρως την πολιτική ευθύνη όσων θα γίνουν από εδώ και πέρα στην οικονομία και στη χώρα.

Και βέβαια, πέρα από τα ευφυολογήματα περί Δεκαπενταμελούς που παραπέμπουν στην εναρκτήρια πολιτική δράση του κ. Τσίπρα, δεν δίστασε να του υπενθυμίσει ότι «ουδείς αναμάρτητος» στην αίθουσα του Κοινοβουλίου.

Ουσιαστικά μετέφερε στον κ. Τσίπρα και σε άλλους ότι δεν προέρχονται από παρθενογένεση, ότι και αυτοί και τα κόμματα που εκπροσωπούν, κατά το μερίδιο που τους αναλογεί, φέρουν ευθύνη για το κατάντημα της χώρας.

Γνωριζόμαστε όλοι, είναι αλήθεια, σε αυτή τη χώρα και ξέρουμε ποιοι είχαν, έχουν ή θέλουν να αποκτήσουν δεσμούς και με ποιους. Οπως όλοι γνωρίζουν ποιοι προσδοκούν σωτηρία μέσω της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, ποιοι είναι οι αβανταδόροι της δραχμής, ποιοι δηλαδή έχουν τα λεφτά τους στις ελβετικές τράπεζες και προσβλέπουν στη λεγόμενη ελληνική αποσοβιετοποίηση για να συγκροτήσουν μια νέα, ρωσικού τύπου, ολιγαρχία στην Ελλάδα.

Εχει ο κ. Σαμαράς αρκετούς υπόψη του και είδε ορισμένους από αυτούς να στηρίζουν προεκλογικά τον κ. Τσίπρα, φέρνοντας και αυτόν ακόμη τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ σε δύσκολη θέση, καθώς δεν είχε εξήγηση για τη θεόκουφη υποστήριξη.

Αναμφίβολα, ο κ. Σαμαράς έδειξε την περασμένη Κυριακή άλλο πρόσωπο. Δεν ξέρουμε αν και πόσο επέδρασε το πρόβλημα υγείας που τον ταλαιπώρησε και τον ταλαιπωρεί ακόμη. Ούτε αν η αποφασιστικότητα και η σταθερότητα που επιδεικνύει είναι αποτέλεσμα της ευθύνης που ανέλαβε, η οποία, χωρίς αμφιβολία, τους πάντες αλλάζει.

Οπως και να έχει, ο κ. Σαμαράς έδειξε ότι δεν χωρατεύει. Πήρε την εξουσία δύσκολα, με κόπο και μεγάλη προσπάθεια, στη χειρότερη στιγμή της χώρας. Ισως να μην έχει άλλη ευκαιρία. Δείχνει ότι δεν είναι διατεθειμένος να τη χαραμίσει. Θα τα δώσει όλα για να επιτύχει και θέλησε από την αρχή να οριοθετηθεί έναντι του βασικού αντιπάλου του.

Η επίθεση στον κ. Τσίπρα δεν είναι ευκαιριακή, ούτε τυχαία. Στρατηγικό ήταν το χτύπημα. Ο Πρωθυπουργός γνωρίζει ότι το κόμμα του κ. Τσίπρα θα έχει απέναντί του, αυτό θα πολιορκεί τις υπό αποκρατικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις, ο αρχηγός του διεκδικεί να υποκαταστήσει το ΠΑΣΟΚ των προηγούμενων δεκαετιών, όπως οι αναφορές του στη μεγάλη «δημοκρατική αριστερή παράταξη» δηλώνουν.

Το είχε δώσει βεβαίως το δικαίωμα ο κ. Τσίπρας κατά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. Ο ίδιος τοποθετήθηκε με επιθετικό τρόπο απέναντι στην κυβέρνηση Σαμαρά, κινήθηκε ως εν αναμονή πρωθυπουργός, έχει τον δικό του τρόπο να αξιολογεί το εκλογικό αποτέλεσμα και, το κυριότερο, συμπεριφέρεται ωσάν να του αφαιρέθηκε η εξουσία, ωσάν να την έχασε την τελευταία στιγμή, και δείχνει να πολιτεύεται υπό το κράτος αυτής της ψευδούς απώλειας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δευτερολογία του την Κυριακή το βράδυ ο κ. Τσίπρας επέλεξε να τα βάλει όχι με τον κ. Σαμαρά, αλλά με τον νεοδιορισθέντα υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, επειδή, όπως είπε, είναι αυθεντικός υπερασπιστής του Μνημονίου και όχι περιστασιακός όπως άλλοι.

Ωστόσο όσοι παρακολουθούν τα πράγματα από κοντά έχουν παρατηρήσει ότι ο κ. Τσίπρας συστηματικά επιτίθεται εναντίον των ενδιάμεσων τεχνοκρατικών στελεχών που κατέχουν τη γνώση και είναι προνομιακοί συνομιλητές των ευρωπαϊκών και άλλων κέντρων, που ο ίδιος δεν μπορεί να προσεγγίσει.

Αντιμετώπισε, εξ αυτού του λόγου, με σκαιό τρόπο τον Λουκά Παπαδήμο, θέλησε εξαρχής να περιορίσει την όποια επιρροή μπορεί να δημιουργούσε ο ξεχωριστός λόγος του στο ευρύ κοινό και τώρα κάνει το ίδιο με τον κ. Στουρνάρα.

Είναι ίσως ο φόβος του αγνωστικισμού που τον χαρακτηρίζει περί την οικονομία, μπορεί όμως να είναι και πολιτικός ο φόβος, καθώς στα πρόσωπα των τεχνοκρατών που κινούνται με άνεση στην Ευρώπη μπορεί να βλέπει τους μελλοντικούς αντιπάλους του και σπεύδει να τους ακυρώσει από την αρχή.

Οπως και να έχει, ο κ. Τσίπρας έχει πλέον την τιμητική του. Είναι αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντιμετωπίζεται από τους αντιπάλους του ως επερχόμενος πρωθυπουργός και αντιστοίχως εκείνος συμπεριφέρεται.

Κάτι που άλλοι το αποδέχονται και ορισμένοι, όπως ο γραμματέας της νεο-εθνικιστικής Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος, δεν χάνουν την ευκαιρία να λοιδορήσουν.

Η αποστροφή του ότι «είναι πολλά τα λιγούρια της εξουσίας εδώ μέσα» δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, όσο και αν κανείς αποστρέφεται τον λαϊκιστικό, καταγγελτικό λόγο του συγκεκριμένου κόμματος. Δείχνει διαθέσεις, φανερώνει μέθοδο επαφής και επικοινωνίας με τον κόσμο. Η Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να προσπερνάται ως μια γραφική εκδοχή της πολιτικής, όπως ορισμένοι νομίζουν. Ηδη, όπως φάνηκε τις πρώτες ημέρες παρουσίας της στο Κοινοβούλιο, θα κινηθεί στη ζώνη του διαδεδομένου ελληνικού λαϊκισμού, ο οποίος συνδυαζόμενος με δόσεις συνωμοσιολογίας και αντιμεταναστευτικής δράσης μπορεί να δώσει ευκαιρίες ταχείας ανάπτυξης στο κόμμα των νεοναζί, που τώρα παριστάνουν τις παρθένες και ορκίζονται μόνο στον εθνικισμό, στον Ελληνισμό και στην Ορθοδοξία.

Οι Ανεξάρτητοι Ελληνες πάντως μπορεί και να τους ξεπεράσουν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις. Ο αρχηγός τους Πάνος Καμμένος μοιάζει να ορίζεται από τις θεωρίες συνωμοσίας – έχει για τον καθένα και μία. Κάπως έτσι βρέθηκε στον δρόμο του ο υπουργός Ανάπτυξης, τον οποίο κακομεταχειρίστηκε χωρίς λόγο και αιτία. Η ομιλία του κ. Καμμένου στη Βουλή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αλυσίδα θεωριών συνωμοσίας, προκειμένου να υπερασπισθεί την αρχική του τοποθέτηση ότι «ζούμε την τέταρτη κυβέρνηση Σημίτη». Αλλωστε ο κ. Σημίτης υπήρξε για τον ευρύτατο πολιτικό λαϊκιστικό κύκλο υπέρτατο κακό, ένας «εκσυγχρονιστής» που υποτίθεται μας τα πήρε όλα – τη θρησκεία, την οικογένεια, τα πάντα. Ο κ. Καμμένος είναι ίσως η ελληνική εκδοχή του πουζαντισμού και ίσως να είναι το κόμμα του αυτό που θα προσφέρει θέαμα σε αυτή τη Βουλή.

Από εκεί και πέρα, στη ζώνη των ηττημένων τα πράγματα είναι μάλλον αμυντικά. Η Αλέκα Παπαρήγα πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ όσο μπορεί, αλλά τη φθορά του κόμματός της δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Ο κ. Κουβέλης προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην πίεση από αριστερά και από δεξιά. Το κόμμα του πολιορκείται τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τον κ. Βενιζέλο, ο οποίος θέλει τη θέση του να ισχυροποιήσει και να διατηρήσει ηγεμονικό ρόλο στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η πίεση που άσκησε στον κ. Τσίπρα είναι χαρακτηριστική των προθέσεών του. Ο κ. Βενιζέλος γνωρίζει ότι το Κέντρο θα διεκδικηθεί από πρόσωπα και δυνάμεις που προέρχονται από το άλλοτε πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ. Εδωσε και θα συνεχίσει να δίνει μάχη επικράτησης. Φέρει το βάρος ενός κόμματος που έχει γίνει σάκος του μποξ, εναντίον του οποίου επιτίθεται κάθε πικραμένος. Ωστόσο τίποτε δεν εγγυάται τη θέση και την παρουσία του. Θα πρέπει να εξαντλήσει τόσο τη φαντασία και την επινοητικότητά του στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο όσο και τις οργανωτικές ικανότητές του προκειμένου όντως να αναγεννήσει το κλονισμένο ΠΑΣΟΚ. Η Βουλή φαντάζει προνομιακός χώρος για τον κ. Βενιζέλο. Ωστόσο η θέση του δεν είναι ίδια με αυτή που είχε στο πρόσφατο παρελθόν. Πολλοί θέλουν να τελειώσουν και να απαξιώσουν το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθεια και ακόμη περισσότερες αντοχές για να αντέξει ο κ. Βενιζέλος την πίεση.

Οπως και να έχει, πάντως, η Βουλή προκαλεί και πάλι το ενδιαφέρον των πολιτών. Μετά τον μακρύ χρόνο της οικονομίας η πολιτική επανέρχεται. Δεν ξέρουμε αν θα μας σώσει, αλλά σίγουρα θα μας εκπλήξει.