Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ισχυρός κομματάρχης, αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη και επί σειρά ετών πρωθυπουργός της Ελλάδας, δολοφονήθηκε το 1905 από έναν πολίτη ο οποίος είχε διαφωνήσει με τους περιορισμούς της κυβέρνησης στις χαρτοπαικτικές λέσχες. Ο Δηλιγιάννης ήταν πράγματι ο εκπρόσωπος του παλαιοκομματικού καθεστώτος, ενός καθεστώτος στηριγμένου στην πατρωνία, στη συναλλαγή με τον θρόνο αλλά και με τους κομματάρχες. Ενός καθεστώτος το οποίο είχε τη δική του, διόλου αμελητέα συμβολή στη χρεοκοπία της χώρας (1893), στην επιβολή διεθνούς οικονομικού ελέγχου που ακολούθησε και, τέλος, στην εθνική ήττα στον πόλεμο με την Τουρκία (1897).

Πολλές ομοιότητες και διαφορές μπορεί να αντλήσει κάποιος με αναφορά στη σημερινή πολιτική συγκυρία της χώρας. Αλλά προσωπικώς θα ήθελα να στρέψω το ενδιαφέρον στη διαπίστωση ότι η βία και ο κυνισμός δεν αποτελούν μια θεμιτή δημοκρατική επιλογή. Η κοχλάζουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση για δύο δεκαετίες από το 1890 (αστάθεια κυβερνήσεων, αντικανονικές παρεμβάσεις θρόνου, οικονομική κατάρρευση, απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, διαφθορά, Ευαγγελικά κ.ά.) έδειξε τα όρια τόσο της μεταρρυθμιστικής ηγεσίας Τρικούπη όσο και της συναλλακτικής ηγεσίας Δηλιγιάννη. Η αγανάκτηση των πολιτών και η κατάρρευση της νομιμοποίησης του κομματικού συστήματος οδήγησαν σε φαινόμενα βίας, τα οποία όμως δεν μετέβαλαν ουσιωδώς τα πράγματα.

Αυτό που παρήγαγε ουσιαστική επίδραση στο πολιτικό σύστημα ήταν η καλλιέργεια της αντίληψης, σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, για την προτεραιότητα της αναδιοργάνωσης του κράτους και της οικονομίας, δηλαδή η νέα συμμαχία υποστηρικτών που αποκρυσταλλώθηκε μετά το 1909 και επέτρεψε στην ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου να φέρει εις πέρας ένα πρόγραμμα μεγάλων και σοβαρών μεταρρυθμίσεων, ανάταξης του κράτους και εθνικής ολοκλήρωσης.

Σήμερα, χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι η κυριαρχία αντιλήψεων στείρας και μηδενιστικής κριτικής, αντιλήψεων οι οποίες εστιάζουν στην προσωπική οπτική του κάθε πολίτη, θα μας οδηγήσει σε συμπεριφορές ανάλογες με εκείνες του χαρτοπαίκτη ο οποίος είχε στραφεί εναντίον του Δηλιγιάννη.

Αντιθέτως, είναι αναγκαίο, και μάλιστα επειγόντως, να στραφούμε πίσω στις απαρχές της δημοκρατίας. Να στραφούμε δηλαδή στη συμμετοχή, στη διαβούλευση, στη συναίνεση και στην αμφισβήτηση, με προσήλωση στις δημοκρατικές αρχές. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί με όρους πολιτικής αρένας, αλλά μέσω των θεσμών που επί δύο αιώνες αποτελούν τους βασικούς μοχλούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε όλες τις αναπτυγμένες πολιτικές κοινωνίες. Μέσω, δηλαδή, των πολιτικών κομμάτων.

Τα κόμματα επιτελούν τις αναντικατάστατες λειτουργίες της αντιπροσώπευσης, του δημοκρατικού ελέγχου, του πολιτικού ανταγωνισμού, της πολιτικής ενσωμάτωσης, της συνάρθρωσης συμφερόντων και της ανάδειξης του πολιτικού προσωπικού.

Και τώρα έχει έλθει η κατάλληλη στιγμή για τη μεγάλη επιστροφή των πολιτών στα κόμματα. Κόμματα παλαιότερα ή νεότευκτα, κόμματα κυβερνητικά ή κόμματα διαμαρτυρίας έχουν τις δικές τους παθογένειες, με κυριότερη την τάση για έναν λαϊκιστικό και δημαγωγικό ρόλο.

Στη σημερινή συγκυρία, όμως, τα πολιτικά κόμματα χρειάζεται να λειτουργήσουν ως φορείς εμβάθυνσης της δημοκρατίας, ανάταξης του κράτους, εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της κοινωνίας. Κι αν δεν το καταλάβουν από μόνες τους, οι κομματικές ηγεσίες χρειάζεται να πιεσθούν προκειμένου να πραγματοποιήσουν το άλμα σε υψηλότερα επίπεδα κυβερνητικού προγράμματος και θέσεων, επιλογής πολιτικού προσωπικού και πολιτικής διεύθυνσης.

Οι πολίτες αναδέχονται μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ποιότητα της κομματικής ηγεσίας, η οποία θα επικρατήσει στις επικείμενες εκλογές, και κατ’ επέκταση για την ανάταξη της χώρας. Οι υπεύθυνοι πολίτες, δηλαδή, χρειάζεται κι αυτοί από την πλευρά τους να δώσουν τον δικό τους αγώνα για να περιθωριοποιηθούν εκείνα τα τμήματα του εκλογικού σώματος που παραμένουν προσκολλημένα στον παλαιοκομματισμό, αλλά και εκείνα που επιδιώκουν συνθήκες χάους.

Αν οι πολίτες επιδείξουν στάσεις οι οποίες μας γυρίζουν πίσω στις συνθήκες του μακρινού 1905, τότε θα υπονομεύσουν το δημοκρατικό κεκτημένο που εδραιώθηκε μετά το 1974, μετά τη Μεταπολίτευση. Και ιδιαιτέρως θα υπονομεύσουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, ο οποίος αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική στρατηγική για την επάνοδο στην ευημερία.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου διδάσκει Πολιτικά Συστήματα στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου