Στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’60, του πολέμου του Βιετνάμ, των πολιτικών κινημάτων και του ρατσισμού ο Μοχάμεντ Αλι κατάφερε να ενώσει στο πρόσωπό του όλους τους δυσαρεστημένους μαύρους.

Ο ασπασμός του Ισλάμ και η άρνησή του να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό τον Απρίλιο του 1967 δίχασαν την κοινή γνώμη και τον κόσμο της πυγμαχίας στον οποίο μέχρι τότε κυριαρχούσε.

Προτού προκαλέσει πολιτικό τσουνάμι είχε καταφέρει να ανέβει στην κορυφή κατακτώντας τον παγκόσμιο τίτλο βαρέων βαρών. Τον διεκδίκησε και τον κατέκτησε για πρώτη φορά απέναντι στον Σόνι Λίστον τον Φεβρουάριο του 1964, τον οποίο νίκησε ξανά έναν χρόνο αργότερα με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο. Η φήμη του εξαπλώθηκε όταν άρχισε να ρίχνει στο καναβάτσο τον έναν μετά τον άλλον σπουδαίους αντιπάλους, όπως οι Φλόιντ Πάτερσον, Χένρι Κούπερ και Μπράιαν Λόντον.

Για την άρνησή του να καταταγεί στον στρατό το αμερικανικό κατεστημένο τον χτύπησε εκεί που πονούσε. Του αφαίρεσε τον παγκόσμιο τίτλο και τον απέκλεισε από κάθε αγωνιστική δράση. Οταν επανήλθε ύστερα από τριάμισι χρόνια, τον Οκτώβριο του 1970, δεν ήταν ο ίδιος. Τον Μάρτιο του 1971, σε έναν αγώνα που χαρακτηρίστηκε «η μάχη του αιώνα», ηττήθηκε για πρώτη φορά από τον κάτοχο του τίτλου Τζο Φρέιζερ ύστερα από 15 γύρους.

Με τον Φρέιζερ αναμετρήθηκε συνολικά τρεις φορές, κερδίζοντας τις δύο επόμενες, ενώ κατάφερε να γίνει ξανά δύο φορές πρωταθλητής νικώντας τους Τζορτζ Φόρμαν και Λέον Σπινκς. Οι τίτλοι τέλους έπεσαν το 1981. Τα πρώτα σημάδια της νόσου Πάρκινσον εμφανίστηκαν δύο χρόνια αργότερα.