Επιτέλους, τέλος. Αφήσαμε πίσω και τον Αϊ-Γιάννη και μπήκαμε για τα καλά στον Γενάρη. Τον Γενάρη των δυσκολιών και της τρόικας. Επιτέλους, τέλος με τις γιορτές. Που έχουν την όμορφη πλευρά τους, ιδίως για τα παιδιά, αλλά από την άλλη μεριά μάς απορρυθμίζουν και κοστίζουν πολύ περισσότερο στο πορτοφόλι μας, τώρα που κοπήκανε τα δώρα και πήραν να χαμηλώνουν, σαν θάμνοι, οι μισθοί.

Εμπαινα στο σπίτι μου προχθές το μεσημέρι. Είχα βγάλει τα κλειδιά μου για ν’ ανοίξω την πόρτα, οπότε ακούω μια γυναικεία φωνή: «Καλή χρονιά, κύριε Παπαδόπουλε…». Γυρίζω και βλέπω μια χαμογελαστή κυρία με μαύρα, λίγο λεπτή, γύρω στα 55. Μου άπλωσε το χέρι, πολύ ευγενικά. Την ακολουθούσε ένας κοντόχοντρος τύπος, εξηντάρης, προφανώς ο άντρας της. Μου ευχήθηκε και αυτός «χρόνια πολλά», αλλά αμέσως ύστερα με ρώτησε: «Πώς τα βλέπετε τα πράγματα;». «Μαντάρα». «Μαντάρα, πράγματι. Το ΠΑΣΟΚ…».

Τον έκοψα. «Δεν έχω όρεξη για πολιτικολογίες», παρατήρησα. «Ούτε κι εγώ. Απλώς, ήθελα να πω ότι το ΠΑΣΟΚ μας κατέστρεψε! Ο Παπανδρέου αυτά τα μέτρα που πήρε προ τριμήνου έπρεπε να τα είχε πάρει πολύ πιο πριν…». «Για τη Νέα Δημοκρατία τι λέτε;» ρώτησα. «Απαπαπα! Εγώ με τη Νέα Δημοκρατία; Δεν σφάξανε!».

Ανοιξα την πόρτα του σπιτιού, για να του ξεφύγω. «Το ΠΑΣΟΚ μας κατέστρεψε, τη Νέα Δημοκρατία τη σιχαίνεστε. Πού καταλήγετε;» είπα.

«Δεν καταλήγω πουθενά!» ψιθύρισε, με το βλέμμα κάτω. Μπήκα στο σπίτι μου, ενώ αυτό το «πουθενά» είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και με τριβέλιζε. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε. Στους δέκα πολίτες που φέρνουν την κουβέντα στα «πολιτικά», όποτε συναντιόμαστε, οι οκτώ είναι προβληματισμένοι και αμήχανοι. Και πώς να μην είναι; Τα ‘φεραν οι πολιτικοί από ‘δώ, τα ‘φεραν από ‘κεί και στο φινάλε μάς έκαναν όλους «μπίλιες». Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, ενώ πολύς κόσμος είναι κάτω από το νερό και ανασαίνει με καλάμι.

Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του… Είπα στην αρχή ότι επιτέλους γλιτώσαμε από τις γιορτές, αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που περιμένουν πώς και πώς τις γιορτές για να βάλουν μερικά φράγκα στα ταμεία τους. Και δεν είναι λίγοι. Εμποροι πάσης φύσεως, μικρομάγαζα, νυχτερινά κέντρα, ταβέρνες, Ερμού, Τσιμισκή, ζαχαροπλαστεία, μεγαλοφουρνάρικα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά θα ‘θελαν να είναι τέσσερις φορές τον χρόνο, για να πολλαπλασιάζουν τον τζίρο τους. Αν και στην τωρινή, εξαθλιωμένη, εποχή ο τζίρος κοντεύει να γίνει άγνωστη λέξη.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, απόθεσα λίγη από την γκρίνια μου στα πρώτα σκαλοπάτια του νέου έτους και κάπως ξαλαφρωμένος, όπως κι εσείς φαντάζομαι, ανεβαίνω τη δύσκολη ανηφοριά του 2012… Παρ’ όλα αυτά, «καλή χρονιά» και πάλι.