«Είναι δεκάξι ετών και τεσσάρων μηνών! Είναι ωραίος σαν τη συστολή των νυχιών στ’ αρπακτικά όρνεα – ή, ακόμη, σαν τις αβέβαιες μυϊκές κινήσεις των τραυμάτων στα χαλαρά σημεία της τραχηλικής χώρας (…) και κυρίως σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!».

Να ένα ελάχιστο δείγμα από την παραστατική δύναμη των εικόνων και τους εφιαλτικούς οραματισμούς του καινοτόμου 22χρονου Ιζιντόρ Ντικάς, ο οποίος επηρέασε όσο ελάχιστοι την ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Κόμης ντε Λωτρεαμόν και με τον ακραίο «Μαλντορόρ». Αυτό το μοναδικό έργο του, γραμμένο το 1868 αλλά δραστικό και σήμερα, επέβαλε την άποψη πως η λογοτεχνία είναι μια εμπειρία και η ανάγνωση μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Ενάντιο σε κάθε σύμβαση κοινωνική, ηθική, αισθητική, ενέπνευσε από τον Μπρετόν και τον Νταλί έως τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Ασμπερι ή τον Λε Κλεζιό, και επιστρέφει στο ελληνικό προσκήνιο έπειτα από τριάντα χρόνια, σε νέα μετάφραση και με ενδιαφέρον επίμετρο του ποιητή Στρατή Πασχάλη ( εκδ. Νεφέλη). Θέμα του η περιπλάνηση ενός ήρωα σκοτεινού που, βιαιοπραγώντας νοσταλγεί έναν κόσμο ανώτερο.

«Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο», γράφει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Είναι ένας «αρχαγγελικός δυναμιτιστής», σημειώνει ο Ζιλιέν Γκρακ και με τα έξι απάνθρωπα «τραγούδια» του «Μαλντορόρ» προτείνει, όπως λέει ο Ελύτης, την «καταστροφή των μικροαστικών μεθόδων σκέψης, τη γυμναστική της ψυχής». Σήμερα είμαστε εξοικειωμένοι με την ωμότητα και τη φρίκη στην τέχνη, από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» έως το «Pulp fiction», και η θεματική του Λωτρεαμόν δεν μας ξαφνιάζει όσο τους συγχρόνους του. Σήμερα κατανοούμε ότι χρησιμοποιεί το «κακό» ως όπλο για την κριτική απαξίωση της ανθρώπινης κωμωδίας. Ωστόσο ακόμη και ο πιο μπλαζέ αναγνώστης συγκλονίζεται όταν εισδύει στην ποιητική αυτού του έργου όπου εναλλάσσονται αναπάντεχες εικόνες φρίκης, περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας, ψυχεδελικά τοπία ή παραδοξότητες. Και από την άλλη φράσεις που αναπτύσσονται αστραπιαία, περίοδοι αφηγηματικής ασυνέχειας και η υφολογική ποικιλία, όπου συνυπάρχουν ένας σχιζοφρενικός αυτισμός, το παραλήρημα, η αυτόματη γραφή, η λόγια ρητορική, ο εσωτερικός μονόλογος, το χιούμορ (που κατά βάση σημαίνει μισανθρωπία), αλλά ενδεχομένως και κάποια συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικά περιστατικά.

Είναι χαρακτηριστικές οι στυγνές σκηνές με τις οποίες κλείνει το έργο. Ο Μαλντορόρ έχει βγει για κυνήγι στους δρόμους του Παρισιού και παραμονεύει το επόμενο θήραμά του, έναν καθώς πρέπει νεαρό Αγγλο, τον Μέρβιν, γιο μοιράρχου. Πότε τον πλησιάζει και πότε οπισθοχωρεί, «σαν αυστραλιανό μπούμερανγκ στη δεύτερη φάση της τροχιάς του ή, μάλλον, σαν καταχθόνια μηχανή». Τελικά θα του στείλει ένα γράμμα ζητώντας να τον συναντήσει. Αντί για υπογραφή θα βάλει τρία αστέρια και μια κηλίδα αίμα. Ο Μέρβιν θα αισθανθεί τη σαγήνη του κακού, θα γράψει μια παραληρηματική απάντηση και θα ξεκινήσει για το ραντεβού με τον άγνωστο. Η πρώτη συνάντησή τους θα γίνει καθ’ οδόν προς την αποβάθρα του Λούβρου όπου θα διασταυρωθούν χωρίς να γνωριστούν. Ο Μαλντορόρ θα ανοίξει τον πάνινο σάκο που κουβαλάει, θα τον σπρώξει μέσα, θα τον δέσει και σαν δεμάτι με ασπρόρουχα θα αρχίσει να τον βαράει στο στηθαίο της γέφυρας, λέγοντας στους περαστικούς ότι τα ουρλιαχτά προέρχονται από ένα σκυλί με ψώρα. Η τελευταία συνάντησή τους θα γίνει στην πλατεία Βαντόμ. Εκεί θα εκτυλιχθεί μια από τις πιο υποβλητικές και ανατριχιαστικές σκηνές της κλασικής λογοτεχνίας. Κρεμασμένο από τα πόδια, το κορμί του αποτρελαμένου Μέρβιν θα αιωρείται ταλαντευόμενο στα μισά του μπρούντζινου ναπολεόντειου οβελίσκου ώσπου ο Μαλντορόρ θα κόψει το σκοινί. Και τότε το κορμί θα εκσφενδονιστεί, και όπως ένας κομήτης θα κάνει ένα τόξο και θα χτυπήσει στον θόλο του μνημείου του Πανθέου…