Το μέλλον δεν είχε δείξει ακόμη ότι η λόγια ελληνική μουσική, του Νίκου Σκαλκώτα ή του Γιάννη Χρήστου, θα αναγνωριζόταν ως παγκόσμια, όταν ο συνθέτης, πιανίστας, μαέστρος και μουσικοπαιδαγωγός Αργύρης Κουνάδης άκουγε το 1961 το συμφωνικό του «Χορικόν» (το πρώτο ελληνικό) από την περίφημη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, τον ύψιστο ευρωπαϊκό – και διεθνή – μουσικό θεσμό.
Και δεν ήταν η μόνη, ούτε η πρώτη… πρωτιά του Αργύρη Κουνάδη. Ακόμη κι αν θεωρούνταν – και ήταν – ο πιο λόγιος και από τους πιο αβάν-γκαρντ έλληνες συνθέτες, ο Κουνάδης είχε πρωτιές και στον λαϊκό μουσικό στίβο. Ηταν εκείνος που έγραψε μουσική στην πρώτη, μάλλον ξεχασμένη, ταινία τής – καστανής τότε – Αλίκης Βουγιουκλάκη, το αστυνομικό θρίλερ «Το ποντικάκι» (1954). Εγραψε όμως μουσική σε άλλες δέκα ταινίες και ισάριθμα θεατρικά, ανάμεσά τους για τους «Ασσους του γηπέδου», για το «Κορίτσι με τα μαύρα» (με Λαμπέτη – Χορν και τον μεγάλο Γεράσιμο Μηλιαρέση στην κιθάρα) και την «Ερόικα» του Μιχάλη Κακογιάννη και για το «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», όπου τραγουδούσαν η Ζωζώ Σαπουντζάκη και ο Νάσος Πατέτσος.
Ηταν και από τους πρώτους – στοιχεία καταδεικνύουν πως πήρε θέση και πριν από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη – που υπερασπίστηκε το «υπό διωγμόν» τότε ρεμπέτικο, το οποίο λάτρευε (είχε επιμεληθεί και ανάλογες εκδόσεις CD). Εξ ου και το ενσωμάτωσε στα έργα του, μαζί με ψήγματα από πρωτοποριακές συνθέσεις των Στραβίνσκι και Μπάρτοκ! Τραγούδια τα οποία αποκήρυξε και κατέστρεψε αμέσως μετά, για να τα επανορθώσει ως «άξια παιδιά του», αργότερα.
Ηταν και ο πρώτος που εισήγαγε στη δισκογραφία την Ελένη Βιτάλη με το «Αϊ γαρούφαλλό μου» σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα (στον δίσκο «Δεν περισσεύει υπομονή» του 1973, στον οποίο έγραψε και για τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Σταύρο Πασπαράκη). Με το «Γαρούφαλλο», εμπνευσμένο από μια μπαλάντα του Ισπανικού Εμφυλίου, ο Κουνάδης καθιέρωσε ένα είδος νεοδημοτικού – μπροστάρης και πάλι.
Παράλληλα, έγραφε τραγούδια, κυρίως το ’70 και το ’80, όπως το «Μικρή μου Σελήνη», για την Τζένη Βάνου (σε στίχους Μίνου Αργυράκη), ακόμη και για τη φλαουτίστα – τραγουδίστρια Στέλλα Γαδέδη ή τη μουσική παραγωγό Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου (τραγούδια για τον Αρη Βελουχιώτη).
Είναι δε σχεδόν ειρωνικό ότι ένας λόγιος συνθέτης έγραψε τον «ύμνο των καμακιών», το τραγούδι «Do you like, μαμαζέλ, the Greece» για τον Αντώνη Καλογιάννη (όπως και το «Ορτσα τα πανιά» των Βαγγέλη Γκούφα – Μάριου Ποντίκα).
Βέβαια, το ειρωνικό «έρρεε» στις μουσικές φλέβες του, μαζί με την έμπνευση, και το αποδείκνυε κυρίως στις όπερές του, όπως «Το λαστιχένιο φέρετρο» (Der Gummisarg) ή «Τα στοιχειωμένα αναλόγια» (Die verhexten Notenstanderl) και σε έργα όπως «Το κοντραμπάσο» (Die Bassgeige) του Τσέχοφ, για «ορχήστρα σαλονιού», μαγνητοταινία και εννέα κοντραμπάσα (αγαπημένα του μουσικά όργανα)! Χρησιμοποίησε δε τα πιο ετερόκλητα κείμενα: Μάρκο Αυρήλιο, Σαπφώ, Καρλ Βάλεντιν, Ευριπίδη, Κ.Π. Καβάφη, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Γιώργο Σεφέρη, Μίλτο Σαχτούρη, Βάλτερ Γκενς, Νίκο Εγγονόπουλο, Βασίλη Ζιώγα.
Μεγάλη του στιγμή – και επιτυχία – το ανέβασμα της όπεράς του «Ο γυρισμός», σε κείμενο Καίης Τσιτσέλη, στην Εθνική Λυρική Σκηνή (από τα ελάχιστα έργα του που παίχτηκαν στην Ελλάδα, μαζί με εκείνα που ακούστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).
Ακομπλεξάριστος και πολυβραβευμένος
Στη μουσική φαρέτρα του ο γεννημένος το 1924 στην Πόλη Αργύρης Κουνάδης είχε πολλά είδη – μουσική δωματίου, συμφωνική κ.λπ. – την αγάπη για τα οποία τού την είχε εμφυσήσει ο δάσκαλός του (πυλώνας της ελληνικής μουσικοπαιδαγωγικής) Γιάννης Α. Παπαϊωάννου. Ηταν όμως και ακομπλεξάριστος απέναντι στα λαϊκά του, όσο και στα λόγια δημιουργήματά του, που είχε την τύχη να ακούσει σε αίθουσες συναυλιών της υφηλίου, ώς την Ιαπωνία και την Αυστραλία, και ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου βρέθηκε το 1958 (στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Φράιμπουργκ) με υποτροφία της γερμανικής και της ελληνικής κυβέρνησης για να μείνει ώς το τέλος, ως παιδαγωγός πλέον. Βέβαια, ήδη ο πολυβραβευμένος μετέπειτα – κυρίως στο εξωτερικό – συνθέτης είχε συνεργαστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι και το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου και ως πιανίστας με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ενώ είχε δώσει και αγωνιστικό «παρών» από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, δράση για την οποία είχε φτάσει και στα κρατητήρια της Καλλιθέας.