Τους τελευταίους μήνες η Θεία Λειτουργία στον ελληνικό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μόναχο κλείνει συνήθως με την ίδια φράση: «Υπάρχει κανείς να προσφέρει δουλειά ή στέγη;». Ο νεαρός ιερέας με το κοντοκουρεμένο μούσι απευθύνεται στο ποίμνιό του. Σε Ομογενείς που ίσως μπορούν να βοηθήσουν τους νέους οικονομικούς μετανάστες από την Ελλάδα. Είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που φτάνουν στον ναό. Χωρίς πολλά χρήματα, χωρίς δουλειά, μόνο με μια βαλίτσα.

Αυτή η εκκλησία είχε υποδεχτεί τους πρώτους «γκασταρμπάιτερ» τη δεκαετία του ’60. Τότε είχε περάσει από εκεί και η μητέρα του σημερινού ιερέα του ναού, Πέτρου Κλιτς. Είχε ξεκινήσει μόνη, στα 23 της, από το Νευροκόπι της Δράμας για να δουλέψει ως ανειδίκευτη εργάτρια στη Siemens. Οι γερμανικές επιχειρήσεις έψαχναν για εργάτες κάτω των 30 ετών και το προβλεπόμενο διάστημα παραμονής τους στη χώρα δεν θα ξεπερνούσε τα πέντε χρόνια. Από τότε άλλαξαν πολλά. Η ελληνική κοινότητα του Μονάχου είναι σήμερα μια από τις πιο πολυπληθείς της Γερμανίας και φτάνει τα 20.000 μέλη. Οπως και τότε, σε μικρότερο όμως βαθμό, η οικονομική κρίση αναγκάζει ξανά Ελληνες να μεταναστεύσουν. Ομως αυτή τη φορά δεν τους περιμένουν ξενώνες και στρωμένες θέσεις εργασίας, παρά μόνο – για όσους δεν έχουν ήδη συγγενείς εκεί – μια ομόγλωσση κοινότητα που ακούει τις παρακλήσεις τους και την απόγνωσή τους.

«Υπάρχει η ψευδαίσθηση σε πολλούς Ελληνες ότι στη Γερμανία όλα είναι ωραία. Οτι θα έρθουν και θα βρουν αμέσως δουλειά. Δεν είναι όμως τόσο εύκολο», λέει ο Πέτρος Κλιτς σε τηλεφωνική μας επικοινωνία. Του έχουν ζητήσει βοήθεια πάνω από δέκα άνθρωποι τους τελευταίους μήνες. Οι ιστορίες, όπως τις θυμάται, έχουν πολλά κοινά. Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για έλληνες μετανάστες που έχουν συμπληρώσει ένα τρίμηνο στο Μόναχο. Εργάζονταν είτε στον κατασκευαστικό τομέα είτε σε εστιατόρια. Οι περισσότεροι χωρίς ασφάλιση, με πενιχρές απολαβές, ή με εξασφάλιση κατοικίας για λίγο διάστημα. Οταν ερχόταν η ώρα να διεκδικήσουν την πλήρη αμοιβή τους, έλεγαν ότι οι εργοδότες τους έδιωχναν. Η φυγή στο εξωτερικό σε αρκετούς φαντάζει αυτήν την περίοδο ως μόνη λύση. Οι αιτήσεις συμμετοχής για τις ενημερωτικές ημερίδες του αυστραλιανού υπουργείου Μετανάστευσης που θα πραγματοποιηθούν το ερχόμενο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, έφτασαν τις 12.000. Μάλιστα, μέσα σε ένα εξάμηνο η ελληνική κοινότητα Μελβούρνης έλαβε 4.000 επιστολές και τηλεφωνήματα από Ελληνες που ζητούσαν συμβουλές και στήριξη για να μεταβούν στην Αυστραλία.

Αυτές οι επιστολές, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν περιλαμβάνουν απλά ένα βιογραφικό σημείωμα. Δεν είναι μόνο αιτήσεις για δουλειά. Αλλά και μια μορφή εξομολόγησης. Οι συντάκτες τους γράφουν για τις ζωές τους, το οικονομικό τους αδιέξοδο, τις ανασφάλειές τους. Ανάμεσά τους ένας ουρολόγος, ένας οδοντίατρος, ένας πολιτικός μηχανικός. Μια γυναίκα, στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της, ψάχνει να διδάξει με τον σύζυγό της σε ελληνικό σχολείο του εξωτερικού. Eπαγγελματίας στον χώρο της υγείας και πατέρας ενός αγοριού γράφει προς τους Ομογενείς: «Η αβεβαιότητα που βιώνουμε στην πατρίδα μάς έχει φέρει σε θέση να ψάχνουμε για πληροφορίες για μέρη πιο ασφαλή. Για να μπορούμε να κοιτάμε τα παιδιά μας στα μάτια χωρίς να φοβόμαστε…». Ενας μηχανικός ανησυχεί πώς θα αναγνωρίσει το πτυχίο του και θέλει να πληροφορηθεί τις διαδικασίες μετανάστευσης. «Ο,τι έχει απομείνει στη ζωή μου είναι η μητέρα μου. Υπάρχει τρόπος όντας εγώ εκεί, να τη φέρω κοντά μου;», ρωτά.

Επιστολές ξενιτεμού είχε συμπεριλάβει το 1976 ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός στο μυθιστόρημά του «Στοιχεία για τη δεκαετία του 60». Εκείνα τα γράμματα ήταν προϊόντα μυθοπλασίας, όμως εμφανίζουν πολλές ομοιότητες με τις σημερινές επιστολές της κρίσης. «Θέλω να φύγω από την αγροτική ζωή. Οπου είναι δυνατόν», γράφει μια 19χρονη στο βιβλίο του Βαλτινού. Μια μητέρα ρωτά τη «Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως» πώς μπορούν να ακολουθήσουν τονν πρωτότοκο γιο της και τα άλλα της παιδιά: «Τον Αντώνη μου τον ταχτοποιήσατε στην πολιτεία της Αυστραλίας που τη λένε Μελβούρνη. Εάν γίνεται και για τον μικρό μου γιο να πάει στην ίδια πολιτεία γράφτε μου».

Παρόμοιες σκέψεις, να μεταφέρει δηλαδή την οικογένειά της στην Αυστραλία, κάνει σήμερα μια 30χρονη λογίστρια. Η επιστολή της στην ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης ξεπερνά τη μία σελίδα. Ανάμεσα στις προτάσεις ξεχωρίζουν με γράμματα που έχει τονίσει οι λέξεις: «αρπακτικό» (αναφερόμενη στο κράτος), «προδομένοι» (οι πολίτες), «Μήδεια» (για την πατρίδα). «Δεν φοβάμαι να ξεκινήσω από το μηδέν», γράφει.