Ο Φιλίπ είναι ένας εσωστρεφής φοιτητής, που πασχίζει με νύχια και με δόντια να αποδείξει στη διδακτορική του διατριβή ότι το αλλοτινό ταξίδι του ανθρώπου στο φεγγάρι έφερε τα πάνω κάτω στον σύγχρονο πολιτισμό. Κι ότι εκείνο το μικρό βήμα για την επιστήμη ήταν ένα μεγάλο άλμα για την ποπ κουλτούρα. Ο ήρωας που υποδύεται ο καναδός ηθοποιός Iβ Ζακ στo «Far side of the moon («H μακρινή όψη του φεγγαριού») πατάει γερά στη Γη, αλλά το μυαλό του είναι μονίμως στο Διάστημα. Τα δικά του υπαρξιακά διλήμματα – η απεραντοσύνη του κόσμου από τη μια, η δική του «ασημαντότητα» από την άλλη – φέρνει στην Ελλάδα ο πολυπράγμων σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής και σεναριογράφος Ρομπέρ Λεπάζ, με μία από τις πιο απαιτητικές παραγωγές του παγκόσμιου θεάματος.

Μέσα στη μοναξιά του ο Φιλίπ θα ανακαλύψει ξαφνικά έναν αστροναύτη-μαριονέτα που θα τον πάρει από το χέρι και θα τον καθοδηγήσει μέσα σ’ ένα… πλυντήριο. Είναι η κατάλληλη στιγμή για μια μικρή οφθαλμαπάτη από έναν σκηνοθέτη που έχει κατοχυρώσει τα οπτικά τρικ στη σκηνοθετική του ατζέντα. Το γυάλινο πορτάκι της συσκευής, μπροστά απ’ το οποίο έχουν περάσει αμέτρητες ώρες οι απανταχού φοιτητές, ανοίγει και ο Φιλίπ μπαίνει μέσα σ’ ένα διαστημόπλοιο. Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις δεν τελειώνουν εδώ. Μέχρι ο Λεπάζ να σφυρίξει τη λήξη, το πλυντήριο θα έχει χρησιμοποιηθεί σαν ρολόι, γυάλα για χρυσόψαρα και παράθυρο του Διαστήματος που βλέπει στον πλανήτη Γη. Οι διαδοχικές εικόνες πέφτουν σαν κομήτες πάνω στη σκηνή και κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής σηκώνει το τηλέφωνο για να μιλήσει με τον αδελφό του. Αυτός είναι ένας δεύτερος ρόλος-έκπληξη για τον Iβ Ζακ, που μέσα σε δύο τετραγωνικά μέτρα υποδύεται τον συγκινητικό loser Φιλίπ και τον οξύθυμο Αντρέ. Οι δυο τους μοιράζονται αναμνήσεις από την παιδική κι εφηβική ηλικία, μετά τον θάνατο της μητέρας τους.

Την ίδια στιγμή, στο ιστορικό φόντο έχουν κάνει κατάληψη ο ανταγωνισμός μεταξύ Σοβιετικών και Αμερικανών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου αλλά και το πρόγραμμα εξωγήινης νοημοσύνης. «Με ενδιαφέρει πολύ να συνδέω αυτό που λέμε Ιστορία – με μεγάλο ιώτα – με τις ιστορίες μας. Το συνηθίζω έτσι κι αλλιώς με τις λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις, όπως ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, και ελπίζω να γίνεται με έναν τρόπο καθόλου κοινότοπο. Εξ ου και η προσπάθεια συμφιλίωσης δύο μελών της ίδιας οικογένειας. Κάποιος μπορεί να το δει και σαν προσπάθεια συμφιλίωσης μεταξύ της Νότιας και της Βόρειας Κορέας, του καπιταλιστικού με τον κομμουνιστικό κόσμο ή του αραβικού με τον δυτικό πολιτισμό», λέει ο σκηνοθέτης στο «Νσυν».

Τα λόγια του κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν, όταν για πρώτη φορά αντικρίζει τη Γη από το Διάστημα, βάζουν λεζάντα στο ρευστό κλίμα των sixties: «Ο κόσμος είναι σκοτεινός, σύντροφοι, πολύ σκοτεινός». Η μελαγχολία του κοσμοναύτη δεν θα μείνει μια απλή μεταφορά πάνω στο σκηνικό του Λεπάζ, το οποίο ανεβαίνει ένα ακόμη επίπεδο με την πρωτότυπη μουσική της ηλεκτρονικής «ιέρειας» Λόρι Αντερσον και τη χρήση των νέων μέσων. «Το σύγχρονο θέατρο είναι σημείο συνάντησης για πολλές ειδικότητες, όπου σημαντικό ρόλο παίζει η τεχνολογία. Νομίζω ότι όλοι πάνω κάτω λέμε την ίδια ιστορία και η διαφορά έγκειται στο »λεξιλόγιο» που ο καθένας μας χρησιμοποιεί. Πάντως το »Far side of the moon» δεν είναι η επιτομή της τεχνολογίας, απ’ αυτή την άποψη. Εχω κάνει και χειρότερα στο παρελθόν! Είναι ένα ακόμη εργαλείο για να »γράψω» την ιστορία μου, δεν είναι αυτοσκοπός», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.

Ο πολυτάλαντος Ρομπέρ Λεπάζ, γεννημένος το 1957 στο Κεμπέκ του Καναδά, έχει καταφέρει να εντυπωσιάσει μέχρι σήμερα ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και κινηματογραφιστής. Με σπουδές στο Κονσερβατόριο Δραματικής Τέχνης του Κεμπέκ το 1975, κέρδισε τα πρώτα διεθνή παράσημα με το έργο «The Dragon’s Trilogy» το 1985. Από το 1989 ώς το 1993 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Γαλλικού Θεάτρου στο Εθνικό Κέντρο Τεχνών της Οτάβα. Παράλληλα, σκηνοθέτησε τις παραστάσεις: «Βελόνες και όπιο» (1991), «Κοριολανός», «Μάκβεθ» και «Τρικυμία» (1992). Με το «Ονειρο θερινής νυκτός» το 1992, ήταν ο πρώτος Καναδός που σκηνοθέτησε έργο του Σαίξπηρ στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου.

Η πιο σημαντική καμπή στην πορεία του, ωστόσο, υπήρξε η ίδρυση της εταιρείας παραγωγής του Ex Machina (1994), με την οποία καταφθάνει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ύστερα από περιοδεία σε 45 χώρες (στα ντεσού της «ελληνικής» του παρουσίας ανήκει το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου, με το οποίο τιμήθηκε το 2007 στη Θεσσαλονίκη).

Το 1994 ήταν εξάλλου η χρονιά κατά την οποία έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Η ταινία «Le confessional» που έγραψε και σκηνοθέτησε, παρουσιάστηκε τελικά στη Νύχτα Δημιουργών του Φεστιβάλ Καννών το 1995. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε τις ταινίες «Polygraph» (1996), «Νo» (1997), «Possible worlds» (2000) και τέλος, το 2003, μια κινηματογραφική μεταφορά του φετινού έργου «The far side of the moon», για την οποία απέσπασε υποψηφιότητα Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Η μεγάλη συνεργασία, όμως, που τον έβαλε για τα καλά στο παιχνίδι των εντυπώσεων ήταν εκείνη με τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, το φθινόπωρο του 2010. «Ο χρυσός του Ρήνου», πρώτο μέρος από την επική τετραλογία του Βάγκνερ «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν», εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς από το πρώτο ανέβασμα. Ακολούθησε, τον περασμένο Μάιο, «Η Βαλκυρία», ενώ σειρά έχουν ο «Ζίγκφριντ» και «Το λυκόφως των θεών», παραστάσεις προγραμματισμένες για τον ερχόμενο χειμώνα.