Πώς γράφεται ένα σύνθηµα; Και έπειτα πώς διαδίδεται, πώς κυκλοφορεί από στόµα σε στόµα σε εξέδρες, γήπεδα, διαδηλώσεις, πώς τελικά γίνεται κοινός τόπος; Το σύνθηµα «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια» κυριάρχησε στον δηµόσιο βίο στη διάρκεια της χούντας αλλά και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.


Επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου, ηΕφη Γαζή ξετυλίγει τονήµα από την αρχή στο νέο της βιβλίο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια…». Εάν η κρίση και ο φόβος για το καινούργιο είναι συνδεδεµένα κατά κύριολόγο µε τη συντηρητικοποίη- ση µιας κοινωνίας, τότε αυτότο βιβλίο είναι ένα εξαιρετικό εφαλτήριο για να αναστοχαστούµε αυτές τις διαδικασίες, ως µέροςιστορικών πραγµατικοτήτων, οι οποίες σήµερα µοιάζει να είναι εξαιρετικά επίκαιρες, όπως µπορεί κανείς να διαπιστώσει διατρέχοντας απλώς το ∆ιαδίκτυο… Η Γαζή περιδιαβαίνει στο τέλος του 19ου και στις αρχές του ελληνικού 20ού αιώνα και χαράζει τη διαδροµή που οδήγησε στη συγκρότηση του εν λόγω συνθήµατος, το οποίο έµελλε να κυριαρχήσει στον δηµόσιο βίο ανάµεσα στις δύο δικτατορίες: από την 4η Αυγούστου στην επτάχρονη χούντα. ∆εν είναι λίγα όσα συνέβησαν: η τρικουπική διακυβέρνηση, οι µείζονες οικονοµικές αλλαγές, ο ∆ιεθνής Οικονοµικός Ελεγχος, το Κίνηµα στο Γουδή και οι Βαλκανικοί Πόλεµοι, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο βενιζελισµός, οι νέες ιδέες, οι εργατικοί αγώνες, το γλωσσικό ζήτηµα, ο δηµοτικισµός και ο κοµµουνισµός. Η συγγραφέας χρησιµοποιεί την πολιτική και κοινωνική ορολογία ως δείκτη των κοινωνικών µεταβολών. Ανιχνεύοντας τις πολλαπλές συλλογικές χρήσεις της φράσης, συγκροτεί µια διαδροµή που προφανώς χωρίς να είναι η µοναδική για την καθιέρωσή της επιτρέπει να αντιληφθούµε τη σταδιακή αποκρυστάλλωση του νοήµατός της, σε συνδυασµό µε τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.

Πρώτος σταθµός στο ταξίδι της είναι η δηµιουργία του θεολογικού συλλόγουΑνάπλασις στο τέλος του 19ου αιώνα, ο οποίος αποτέλεσε τη µήτρα για τη δηµιουργία αντίστοιχων συλλογικοτήτων, οι οποίες επέµειναν στη κοινωνικά αναµορφωτική διάσταση του χριστιανισµού. Στον λόγο του συλλόγου ως κεντρική αναµορφωτική δύναµη αναδεικνύεται η οικογένεια, η οποία οφείλει να λειτουργήσει µε γνώµονα τη χριστιανική ηθική και τα εθνικά ιδεώδη. Οπως ορθά επισηµαίνει η συγγραφέας, πρόκειται για έναν λόγο, ο οποίος στοχεύει εναντίον όλων των καινοφανών ιδεών (δαρβινισµός, µαρξισµός, φεµινισµός), οι οποίες απειλούν την κοινωνική τάξη και συνοχή.

Επόµενος σταθµός είναι το γλωσσικό ζήτηµα. Εκκινώντας από την ίδρυση της Εταιρείας υπέρ των Πατρίων Αµύνης και στη συνέχεια µελετώνταςµε νέαµατιά δυο από τα πιο γνωστά επεισόδια του εκπαιδευτικού δηµοτικισµού, τα Αθεϊκά του Βόλου και τα Μαρασλειακά, η συγγραφέας αναδεικνύει την ανασυγκρότηση του συντηρητικού λόγου ενάντια στις νέες εντονότατες απειλές, οι οποίες για πρώτη φορά στοχεύουν το προπύργιο της εθνο θρησκευτικής εκπαίδευσης. Κεντρικά µοτίβα του είναι η ενοχοποίηση του φεµινιστικού λόγου, ο φόβος για την απώλεια της ιδιοκτησίας και η µετάβαση από τον µαλλιαρισµό στον µαλλιαροκοµµουνισµό.

Η χρήση της έννοιας του«ηθικού πανικού», µε τα µεθοδολογικά όρια που προτείνειη συγγραφέας, είναι εξαιρετικά χρήσιµη για την κατανόηση της διάχυσης και επικράτησης σε ευρύτερα κοινωνικά στρώµατα ενός ηθικού κανονιστικού λόγου.

Η συγγραφέας,πλησιάζοντας στο τέλος της διαδροµής, επικεντρώνει την αφήγησή της στη δηµιουργία της παραθρησκευτικής οργάνωσης Ζωή. Ο αναµορφωτικός εθνικοθρησκευτικός λόγος της οργάνωσης, προσδεµένος στο άρµα του διαρκώς εντεινόµενου αντικοµµουνισµού, ιδιαίτερα από τη θέσπιση του Ιδιώνυµου (1929) και µετά, θα γνωρίσει µια πολύ σηµαντική διάδοση. Ετσι το γνωστό σύνθηµα κωδικοποιείται και την επόµενη ηµέρα της 4ης Αυγούστου, ο Μεταξάς µπορεί πλέον να το υιοθετήσει.

Η Γαζή µελετά τις διαφορετικές εννοιολογήσεις και νοηµατικές συσχετίσεις αυτής της γνωστής καθεστωτικής φράσης, καθώς και τους µηχανισµούς διάδοσης και υιοθέτησής της από ευρύτερα κοινωνικά στρώµατα.

Ο Βαγγέλης Καραµανωλάκης είναι ιστορικός, λέκτορας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και γραµµατέας των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.