«Η λέπρα γίνεται σήμερον της μόδας, όπως και ένας χορός, ένα καπέλο ή μια κωμωδία, δηλαδή κατόπιν άρθρων εις τας εφημερίδας, συνεντεύξεων ή παντός είδους ρεκλάμας». Αυτά έγραφε το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός» τον Απρίλιο του 1914, με τίτλο «Η ασθένεια της μόδας». Οπως κανείς καταλαβαίνει, αν τηρήσει σωστά τις αναλογίες, οι εποχές τείνουν να επαναλαμβάνονται.


Το 1914, το νησάκι Σπιναλόγκα, που λειτουργεί ως χώρος απομόνωσης λεπρών της Κρήτης ήδη για μια δεκαετία, έχει πλέον αρχίσει να δέχεται ασθενείς από όλη την Ελλάδα. Και ο Αρμάουερ Χάνσεν πειραματίζεται πάνω στον βάκιλο που προκαλεί την ασθένεια. Η πίστη ότι η επιστήμη είναι κοντά στη θεραπεία, αλλά και η, για μια ακόμα φορά, απομόνωση των ασθενών σε «αποικίες λεπρών» τούς καθιστούσε την ίδια στιγμή εκτός κοινωνίας αλλά και εντελώς ορατούς. Οπως περίπου το νησί της Σπιναλόγκας από την παραλία της Κρήτης: απέναντι. Δηλαδή σε απόσταση ασφαλείας, αλλά και μονίμως παρόντες. Οι ελληνικές εφημερίδες της δεκαετίας του ΄10 επανέρχονται συχνά στη λέπρα, κάποτε σε τόνο ελεήμονα, κάποτε φοβικά, κάποτε και με «επιστημονική» περιέργεια. Σε αυτό το κλίμα, επίσης τον Απρίλιο του 1914, η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας τη νουβέλα της Η άρρωστη πολιτεία .

Στο σκοτάδι

Οπου μια νέα, γεμάτη ζωή και καλοσύνη, φθάνει, ασθενής και η ίδια, στο νησί των εκτοπισμένων. «Ολες οι απαιτούμενες διατυπώσεις γενήκαν κι εγώ είμαι πια εγκαταστημένη για πάντα εδώ πέρα». Θα μπορούσε να είναι και Το Νησί της Βικτόριας Χίσλοπ (όπου νέα, γεμάτη ζωή και καλοσύνη, φθάνει, ασθενής και η ίδια κ.λπ., κ.λπ.). Είναι όμως το αντίθετό του: η Καζαντζάκη (με το γνωστό της στυλ- ιδεολογική αυτοπεποίθηση, αισθητικός τσαμπουκάς και αφηγηματική τσαπατσουλιά σε ισόποσες δόσεις) μουντζουρώνει από νωρίς την εικόνα. Η ανώνυμη ηρωίδα της, παρ΄ όλο που στην αρχή προσπαθεί να δει θετικά τον εκτοπισμό (ανοίγει, όπως και η ηρωίδα της Χίσλοπ, σχολείο για τα παιδιά των λεπρών, ψιλοτσεκάρει και την πιθανότητα να ερωτευτεί), πολύ γρήγορα καταλήγει στο άλλο άκρο. Το νησί είναι κολαστήριο, η «πολιτεία» των λεπρών ανάξια κάθε προσπάθειας, η ίδια η αρρώστια πορεία αυτογνωσίας αλλά από την ανάποδη: ως άσκηση μηδενισμού. Στο πλαίσιο αυτό και η ερωτική ένωση που κλείνει τη νουβέλα, όπου ηρωίδα, όπως και όταν επιλέγει, ενώνεται με απελπισμένο ήρωα ονόματι Λουκά, και ίσως μαζί του αυτοκτονεί. «Το σκοτάδι μας εσκέπαζε ολοένα. Η άρρωστη πολιτεία είχε βουλιάξει σ΄ ένα σκοτάδι πηχτό σαν τέλμα και κανένα λευκό λουλούδι δεν ανθούσε επάνω στα στεκάμενα νερά». Τελεία, παράγραφος , τέλος νουβέλας.

Σύμβολο του «άλλου»

Κλασικό τέκνο του καιρού της, Η άρρωστη πολιτεία είναι μια αφήγηση εντελώς επηρεασμένη από τον Νίτσε, τον συμβολισμό και τον μυστικισμό, όπως υποδειγματικά εξηγεί η Κέλλη Δασκαλά στη θαυμάσια μελέτη της που δημοσιεύεται ως επίμετρο σε μία από τις δύο πρόσφατες επανεκδόσεις του έργου της Καζαντζάκη. Η Δασκαλά προχωρά σε μια γενικότερη ανατομία της πολιτισμικής διαχείρισης της λέπρας τούς τελευταίους αιώνες στην Ελλάδα και τον κόσμο. Η νόσος του Χάνσεν, εξηγεί, ακριβώς επειδή μπορούσε να ταυτιστεί με μια ιστορία αιώνων (από τη Βίβλο, στον Μεσαίωνα, στην εποχή της αποικιοκρατίας, στον εικοστό αιώνα) και ως ασθένεια επέφερε αργή μετάλλαξη στο παρουσιαστικό των ασθενών χωρίς να επιφέρει γρήγορο θάνατο, γέννησε μια πλούσια μυθολογία. Ο λεπρός αντιμετωπίστηκε ως άνθρωπος μεταξύ ζωής και θανάτου (και γι΄ αυτό, ειδικά τον Μεσαίωνα, με απώθηση αλλά και ταυτόχρονο δέος), ως μίασμα, το απόλυτο σύμβολο του «άλλου». Και οι τόποι εκτοπισμού του, οι «αποικίες λεπρών» όπως η ελληνική Σπιναλόγκα, υπήρξαν μια από τις ιστορικά πιο ανθεκτικές μορφές άσκησης απόλυτης βιοεξουσίας, το πρωτοτυπικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αν το καλοσκεφτεί κανείς (με βοήθεια από Φουκώ και Αγκάμπεν) υπάρχει, όσο κι αν δεν φαίνεται με την πρώτη, μια νοητή γραμμή που συνδέει τη Σπιναλόγκα και τη Μακρόνησο.