Αναλυτικές οδηγίες για τις συντάξεις λόγω χηρείας, όπως προβλέπει ο νόμος Λοβέρδου για το Ασφαλιστικό, περιλαμβάνονται σε ερμηνευτικές εγκυκλίους του υπουργείου Εργασίας.


Καταγράφονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης θανάτου στον επιζώντα σύζυγο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ), και επεκτείνεται η εφαρμογή τους και στις περιπτώσεις λήψης σύνταξης λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου. Σύμφωνα με την εγκύκλιο:

Οι νέες ρυθμίσεις εφαρμόζονται για συντάξεις χηρείας όταν ο θάνατος επήλθε ή επέλθει από 15 Ιουλίου 2010 και μετά (ημέρα δημοσίευσης του νέου νόμου). Καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις συντάξεις χηρείας όταν ο θάνατος επήλθε πριν τις 15 Ιουλίου 2010. Προβλέπεται πλέον ρητά η χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα για μία τριετία, χωρίς περιορισμούς, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα, εφόσον ο επιζών σύζυγος δικαιούται να λάβει σύνταξη λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού. Μετά την πάροδο της τριετίας, για τον επιζώντα σύζυγο, εφόσον εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη θανάτου περιορίζεται στο 50% της δικαιούμενης σύνταξης θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας και μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού λαμβάνει το 70% της σύνταξης. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος κατά την ημερομηνία θανάτου είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, οπότε λαμβάνει ολόκληρη τη δικαιούμενη σύνταξη για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.

Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο ανωτέρω περιορισμός της σύνταξης γίνεται σε μία από τις κύριες καθώς και σε μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους ή βοηθηματούχους τύπου σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που λαμβάνουν κατώτατα όρια σύνταξης από τον φορέα, οι οποίοι όμως δεν υπόκεινται πλέον στη μείωση που προβλέπεται.

Σε περίπτωση που η σύνταξη θανάτου καταβάλλεται μειωμένη σύμφωνα με τα ανωτέρω και ο θανών ασφαλισμένος ή συνταξιούχος καταλείπει τέκνα που δικαιούνται σύνταξη θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντος των συζύγων επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη. Ο κατά τα ανωτέρω περιορισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και αναστέλλεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 1379/1983, όπως κάθε φορά ισχύουν, ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998, όπως ισχύουν.

Με τη νέα ρύθμιση ο επιζών σύζυγος που λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή σύνταξη λόγω θανάτου από φορέα αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) και σύνταξη λόγω θανάτου από τους ανωτέρω φορείς ή το Δημόσιο, από υπηρεσία που παρασχέθηκε στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, υπόκειται στον προβλεπόμενο από την παράγραφο 1β του άρθρου 62 του ν. 2676/1999, όπως ισχύει, περιορισμό της σύνταξης που θα επιλέξει, με αντίστοιχο επιμερισμό του υπολοίπου της σύνταξης στα δικαιοδόχα τέκνα, εφόσον υπάρχουν.

Για παράδειγμα, συνταξιούχος γήρατος του ΟΑΕΕ λαμβάνει σύνταξη θανάτου από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (ΤΣΜΕΔΕ) του ΕΤΑΑ, από εργασία του θανόντος στο Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται χωρίς περιορισμό για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. Μετά την πάροδο της τριετίας, εφόσον ο συνταξιούχος δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, η σύνταξη περιορίζεται κατά 50% και ο επιζών σύζυγος επιλέγει εάν ο περιορισμός της σύνταξης θα γίνει στη σύνταξη γήρατος που λαμβάνει από τον ΟΑΕΕ ή στη σύνταξη θανάτου που λαμβάνει από το ΤΣΜΕΔΕ- ΕΤΑΑ. Μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης που έχει επιλέξει να περιοριστεί. Εφόσον υπάρχουν τέκνα, τα οποία δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ ή του ΤΣΜΕΔΕ- ΕΤΑΑ, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται από τον επιζώντα σύζυγο επιμερίζεται στα τέκνα.

Επισημαίνεται ότι δικαίωμα επιλογής όσον αφορά τον περιορισμό της σύνταξης του Δημοσίου έχουν μόνον όσοι λαμβάνουν από αυτό σύνταξη λόγω θανάτου και όχι σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, δεδομένου ότι ο ανωτέρω νόμος δεν περιέλαβε την περίπτωση αυτή. Στην περίπτωση που ζητηθεί περιορισμός σύνταξης του Δημοσίου από ίδιο δικαίωμα, τότε θα ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί με σχετικά έγγραφα, δηλαδή δεν θα πραγματοποιηθεί περικοπή σε καμία σύνταξη. Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει σύνταξη από ίδιο δικαίωμα και σύνταξη λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς όμοιο με αυτό του Δημοσίου, λόγω απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998. Για παράδειγμα, συνταξιούχος ιατρός του ΕΣΥ λαμβάνει σύνταξη ως επιζών σύζυγος από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (ΤΣΑΥ) του ΕΤΑΑ, λόγω θανάτου του συζύγου, μόνιμου ιατρού του ΙΚΑ, ασφαλισμένου στο Ειδικό Συνταξιοδοτικό Καθεστώς του ΙΚΑ (ν. 3163/1955). Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998, οπότε η σύνταξη λόγω θανάτου από το ΤΣΑΥ καταβάλλεται εξ αρχής μειωμένη κατά 70%, εκτός και εάν ζητήσει την αναστολή της σύνταξής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1379/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1489/1984.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

της σύνταξης Δημοσίου έχουν μόνον όσοι λαμβάνουν από αυτό σύνταξη λόγω θανάτου και όχι σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος