Εθνικό σπορ το τάβλι δεν θα µπορούσε να µην µπει και στις εθνικές οµάδες µπάσκετ και ποδοσφαίρου…

Επιστρέφοντας στο πρωτάθληµα και µε δεδοµένο ότι δεν έχει προχωρήσει ακόµη ο ανταγωνισµός – κι αυτό το αντιλαµβανόµαστε όλοι από την απουσία των ανακοινώσεων για τη διαιτησία –, ο φάκελος «εθνική οµάδα» διατηρείται στην επικαιρότητα.

Σε ποδόσφαιρο και µπάσκετ.

Τα… ραβασάκια υπάρχουν για τους αντιπροσώπους µας και στα δύο αθλήµατα, και δεν είναι δυνατόν να τα αγνοήσουµε. Οι αποχωρήσεις έχουν γίνει της µόδας κι αν για ορισµένους είναι κατανοητό, για κάποιους άλλους φτάνουν στα όρια της παρεξήγησης. Ο Διαµαντίδης για παράδειγµα µπορεί να επέστρεψε για το Μουντοµπάσκετ της Τουρκίας, αλλά µετά την αποτυχηµένη πορεία και τον αποκλεισµό της εθνικής οµάδας δήλωσε ότι διακόπτει οριστικά, αναζητώντας την παρέα του φίλου του Θοδωρή Παπαλουκά, µε τον οποίο γύριζαν – όχι πολλά χρόνια πίσω – διαφηµιστικά για την κινητή τηλεφωνία. Ολα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Οπως και τα DVD µε τις επιτυχίες τής «αγαπηµένης των Ελλήνων» και τώρα επικρατεί µόνο προβληµατισµός. Λέγεται ότι η πόρτα παραµένει ανοιχτή και είναι έτοιµοι να τη διαβούν αρκετοί, µε πρώτο υποψήφιο τον Κώστα Τσαρτσαρή.

Το ίδιο παιχνίδι µε τις… πόρτες παίζουν όµως και στην ποδοσφαιρική οµάδα µε την παραλλαγή του… φεύγα. Στη µετά Ρεχάγκελ εποχή, οι παραιτήσεις άρχισαν από τους Αµανατίδη και Κυργιάκο, τώρα πήρε σειρά ο Γκέκας, έπεται ο Τζόρβας και ίσως και ο Σεϊταρίδης. Κάτι σαν ριάλιτι έχουν γίνει οι δύο εκπρόσωποί µας, µε τη διαφορά ότι οι παίκτες αποχωρούν οικειοθελώς και χωρίς να περιµένουν την ψηφοφορία του κοινού.

Απλά στο µπάσκετ γίνεται µε τρόπο που δεν αφήνει πρόσφορο έδαφος για συζητήσεις, ενώ στο ποδόσφαιρο ρίχνονται οι χειροβοµβίδες κρότου – λάµψης, αφού είναι διαφορετική η φιλοσοφία που διέπει τους πρωταγωνιστές.

Στο µπάσκετ, το προστατεύουµε το άθληµα γιατί υπάρχει η αντίληψη ότι από αυτό εξαρτάται και το δικό µας το καλό, ενώ στο ποδόσφαιρο προστατεύουµε τον εαυτό µας χωρίς να λαµβάνουµε υπόψη µας αν κινδυνεύει το άθληµα.

Κάπως έτσι ο Φάνης Γκέκας απέδωσε στις «ειδικές συνθήκες» την αποχώρησή του από την Εθνική και η «κρυφή κάµερα» του σόου καταλήγει στις άριστες σχέσεις του Κώστα Κατσουράνη µε τον νέο οµοσπονδιακό Φερνάντο Σάντος, στις οποίες αποδίδεται και η τοποθέτηση του Σηφάκη κάτω από την εστία, γεγονός που προκαλεί τη δυσαρέσκεια και του Τζόρβα. Το βασικό θεώρηµα στην εγκυκλοπαίδεια των εθνικών οµάδων αναφέρει ότι το χρησιµότερο συστατικό της επιτυχίας αποτελεί η ύπαρξη ενός κορµού παικτών που θα προέρχονται από την ίδια οµάδα.

Για παράδειγµα, η Ολλανδία της δεκαετίας του ‘70 στηρίχτηκε στη µεγάλη του Αγιαξ σχολή, η Γερµανία της ίδιας εποχής στην Μπάγερν Μονάχου, η Ιταλία του ‘80 στη Γιουβέντους και στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, η Ισπανία στην Μπαρτσελόνα. Ακόµη και η δική µας η οµάδα όταν έφτασε στο έπος της Πορτογαλίας του 2004 είχε ως βάση τους παίκτες του Παναθηναϊκού, που τώρα όµως έχουν διασκορπιστεί µε αποτέλεσµα να µην υπάρχει η δυνατότητα για ανάλογο εγχείρηµα, αφού ο Σάντος δεν έχει δικαίωµα να επιλέξει τον Ριέρα ή τον Σκόκο. Η διχόνοια αποτελεί έτσι κι αλλιώς τον διαχρονικό αντίπαλό µας και η αντιπαλότητα µεταξύ Ολυµπιακού και Παναθηναϊκού – σε όλα τα επίπεδα – έχει και παράπλευρες απώλειες µε αποτέλεσµα να µας οδηγεί και σε εθνική µοναξιά.

Η σοδειά µας στο ποδόσφαιρο εξαντλείται σε παίκτες για την άµυνα, ενώ στο µπάσκετ οι καλοί µείνανε λίγοι και οι επόµενοι φαίνεται ότι αργούν.

Ο πρωταθλητισµός µε όλους τους τρόπους υψώνει απροσπέλαστο τείχος στο ταλέντο και κρατάει ανοιχτή µόνο µία πόρτα.

Αυτή µε τη φωτεινή επιγραφή «αναχωρήσεις».