«Τρώω πολύ συχνά έξω επειδή δεν έχω χρόνο και δεν ξέρω να μαγειρεύω», λέει στα «ΝΕΑ» η 21χρονη Ράνια Χατζηαθανασίου, στο Σύνταγμα, όπου «τσιμπούσε» μαζί με δεκάδες άλλους μόνιμους πελάτες των ταχυφαγείων.


Oι περισσότεροι, όμως, δεν ήθελαν να μιλήσουν για τα ανθυγιεινά σνακ που καταναλώνουν στο μεσημεριανό διάλειμμα, αν και τους περιμένει, συνήθως, μαγειρεμένο φαγητό όταν θα επιστρέψουν σπίτι.

«Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, υπήρχαν τρία καθορισμένα γεύματα στην ελληνική οικογένεια. Τώρα, πλέον, είναι όλα ρευστά», λέει η ερευνήτρια- ψυχολόγος κ. Αγνή Μαριακάκη. «Τα παιδιά αρχίζουν το αδιάκοπο τσιμπολόγημα από τον δρόμο για το σχολείο, στο περίπτερο, στον φούρνο, κατόπιν στην καντίνα και μετά στα φαστφουντάδικα και τα σαντουιτσάδικα. Ακόμα και το μαγειρεμένο φαγητό του σπιτιού, συχνά η οικογένεια δεν θα καθήσει στο τραπέζι, αλλά ο καθένας θα το πάρει για να συνοδεύσει το δικό του χόμπι, είτε μπροστά στην τηλεόραση είτε στον υπολογιστή ή στο γραφείο», επισημαίνει η κ. Μαριακάκη.

«Σπάνια πλέον απολαμβάνουμε ένα κανονικό γεύμα στο τραπέζι με αγαπημένα πρόσωπα», διαπιστώνει και ο προϊστάμενος του διαιτολογικού τμήματος του Λαϊκού Νοσοκομείου κ. Χάρης Δημοσθενόπουλος. «Συνήθως μασουλάμε διάφορα τρόφιμα που συχνά είναι φτωχής θρεπτικής, αλλά πλούσιας θερμιδικής αξίας, πλούσια σε λίπος και ζάχαρη και φτωχά σε βιταμίνες και μέταλλα. Τα βρίσκουμε παντού και τα αναζητούμε σπανιότερα γιατί πραγματικά πεινάμε εκείνη τη στιγμή και συνηθέστερα γιατί απλά ζητάμε κάπου να ξεσπάσουμε τον θυμό μας ή κάποια αρνητικά συναισθήματα, γιατί απλά είδαμε κάτι παρόμοιο στην τηλεόραση ή σε ένα περιοδικό και το “ζηλέψαμε”, γιατί δεν είχαμε κάτι καλύτερο ή κάτι μαγειρεμένο εκείνη τη στιγμή».

Για τον καθηγητή Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας κ. Γιώργο Χρουσό, παιδιά και ενήλικες είναι καλό να καταναλώνουν τρία γεύματα την ημέρα και αν θελήσουν ενδιάμεσο σνακ, μπορούν να επιλέξουν κάτι υγιεινό και κατά προτίμηση ωμό και φρέσκο π.χ. φρούτα, λαχανικά ή μία φέτα ψωμί ολικής άλεσης. Υγιεινά υποκατάστατα

«Για παράδειγμα, ένα φρούτο είναι καλύτερο από έναν χυμό ή μία σοκολάτα, επειδή οι φυτικές ίνες επιβραδύνουν την απορρόφηση της φρουκτόζης και δεν παράγεται μεγάλη ποσότητα ινσουλίνης», λέει ο κ. Χρουσός, ενώ τονίζει ότι το βιομηχανοποιημένο σνακ βλάπτει εξίσου παιδιά και ενήλικους. «Ειδικά όμως για τα παιδιά, το πρόβλημα της κακής διατροφής έχει οδηγήσει σε πολλά προβλήματα υγείας, σε σημείο που σήμερα εμφανίζουν όλο και περισσότερα 10χρονα παιδιά στην Ελλάδα διαβήτη τύπου 2, ασθένεια σπάνια σε αυτήν την ηλικία τα προηγούμενα χρόνια που ήταν πιο ισορροπημένη η διατροφή σε κάθε οικογένεια. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει στον ψυχισμό παιδιών και εφήβων καθώς ο φόβος της παχυσαρκίας χαλάει την εικόνα του εαυτού τους και οδηγεί πολλά υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά σε βαριά κατάθλιψη και αδράνεια».

Πρόκειται ουσιαστικά για το υπαρκτό πρόβλημα της αποδόμησης των γευμάτων, υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Παχυσαρκίας, Μεταβολισμού και Διατροφικών Διαταραχών κ. Γιώργος Πανοτόπουλος. «Τα σνακ δεν είναι απαραίτητα σε κανέναν. Είναι καλύτερη η κατανάλωση τριών γευμάτων την ημέρα ανάλογα με την ηλικία, τη σωματική άσκηση, τις δραστηριότητες και τις ανάγκες του κάθε οργανισμού. Ακόμα περισσότερο, θα πρέπει να αποφεύγονται τα σνακ όταν υπάρχει πρόθεση για απώλεια βάρους».

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Οι νέες διατροφικές συνήθειες του γρήγορου φαγητού «απορρυθμίζουν» το βάρος μας

«Τσιμπώντας συνέχεια δεν χορταίνουμε…»


ΕΙΝΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι αν δεν αφιερώσουμε ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα στην κατανάλωση ενός έστω και πρόχειρου γεύματος, και αν δεν λειτουργήσουν οι αισθήσεις της όρασης και της όσφρησης για τουλάχιστον 20 λεπτά, ο εγκέφαλος δεν προλαβαίνει να πάρει το ερέθισμα, αλλά ούτε και να στείλει το αντίστοιχο ερέθισμαμήνυμα του κορεσμού. Τρώμε λοιπόν αλλά χωρίς να αντιλαμβανόμαστε και να μπορούμε να εκτιμήσουμε τι φάγαμε.

«Είναι αυτό που κλασικά συναντούν οι διαιτολόγοι όταν παίρνουν ένα διατροφικό ιστορικό και ο πελάτης αδυνατεί να εξηγήσει γιατί παχαίνει και το οποίο γίνεται αντιληπτό μόνο όταν του ζητηθεί να καταγράψει με ακρίβεια και συνέπεια τη διατροφική του πρόσληψη για μία εβδομάδα», σημειώνει ο κ. Δημοσθενόπουλος. «Τότε συνειδητοποιεί ότι όλη την ημέρα μασουλάει και προσλαμβάνει μέσα από μπισκότα, κριτσίνια, κουλουράκια, μπουκίτσες από τυρί και ψωμί, πλήθος θερμίδων, όλα αυτά όμως ουσιαστικά σπάνια καλύπτουν το οργανικό αίσθημα της πείνας και πιο συχνά απλά καταναλώνονται ασυναίσθητα.

Είναι η στιγμή που μπορεί κάποιος να ανακαλύψει ότι καθημερινά προσλαμβάνει 1.000 θερμίδες στο τραπέζι από τα βασικά του γεύματα και άλλες 1.000, τις οποίες παραβλέπει, από ό,τι άλλο έφαγε στο πόδι».