Σε μια εβδομάδα από σήμερα θα ανέβει στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα για τελευταία φορά ως πρωθυπουργός. Στις ημέρες που μεσολαβούν πρέπει να έχει βρει τις απαντήσεις στα διλήμματά του, να έχει πάρει τις αποφάσεις του και να έχει ετοιμαστεί για την κρισιμότερη, ίσως, παράσταση της καριέρας του. Θα είναι μια δύσκολη εβδομάδα για τον Κ. Καραμανλή.

Πολλοί έχουν ήδη χαρακτηρίσει αυτήν του την άνοδο στην Έκθεση ως τελευταία ευκαιρία. Αλλά, ευκαιρία για τι; Για μια μαγική κίνηση, ένα ταχυδακτυλουργικό που θα ανακόψει τον κατήφορο (που άρχισε, κατά σύμπτωση, από το ίδιο βήμα πριν από έναν ακριβώς χρόνο) και θα φέρει τη μυθική και πολυπόθητη πολιτική ανάκαμψη; Ακόμη και οι πιστότεροι των πιστών του αμφιβάλλουν αν κάτι τέτοιο είναι, τώρα πια, εφικτό. «Έχουμε τόσες πιθανότητες για το θαύμα όσες είχε κι ο Παναθηναϊκός στη ρεβάνς με την Ατλέτικο στη Μαδρίτη» έλεγε αφοσιωμένος, πλην χιουμορίστας, «καραμανλικός».

Κι αν «στο ποδόσφαιρο όλα γίνονται», σύμφωνα με το χιλιοφορεμένο κλισέ, στην πολιτική, όχι. Όσοι, λοιπόν, χαρακτηρίζουν την άνοδο στη Θεσσαλονίκη ως «τελευταία ευκαιρία» για τον Καραμανλή, εννοούν μάλλον ότι έχει, ακόμη, μια ευκαιρία, ίσως τελευταία, να δοκιμάσει να γράψει ο ίδιος την τελευταία πράξη του έργου, να σκηνοθετήσει ο ίδιος την έξοδό του από τη σκηνή- όπως κάθε μεγάλος πρωταγωνιστής στην πολιτική ή το θέατρο θα ήθελε να κάνει- αντί ν΄ αφήσει να τον σκηνοθετήσουν άλλοι ή, απλώς, να τον παρασύρουν τα σκληρά και απρόβλεπτα γεγονότα.

Ακόμη και οι δικοί του δεν είναι σίγουροι ότι θα το επιχειρήσει. Ούτε μπορούν να προβλέψουν αν μπορεί, τώρα πια, να το πετύχει. Ούτε καν μπορούν να μαντέψουν τι είδους έξοδο μπορεί να έχει κατά νου. Αναρωτιούνται: Θα ήθελε να φύγει με τρόπο που να επιτρέπει την ελπίδα ότι θα κρατηθεί για λίγο στις κουίντες, μέχρι οι κατάλληλες συνθήκες να παρουσιαστούν, το κοινό, που τώρα δείχνει να τον έχει βαρεθεί, να τον ζητήσει ξανά, κι εκείνος να επανέλθει θριαμβευτής; Ή με τρόπο που να του επιτρέπει να διεκδικήσει κάτι από την υστεροφημία που τα ώς τώρα χρόνια του στην εξουσία δεν είναι ικανά να του χαρίσουν; Για εκείνους, αυτά είναι αγωνιώδη ερωτήματα. Εμείς οι υπόλοιποι περιμένουμε, όχι δίχως ενδιαφέρον, να δούμε μήπως αυτές οι τελευταίες του κινήσεις βοηθήσουν να φωτιστεί το μέγα πολιτικό μυστήριο, που κατέληξε να αντιπροσωπεύει ο Καραμανλής ο νεώτερος.

Τι να εξηγεί, άραγε, αυτήν τη μετεωρική πορεία από τη λευκή επιταγή της τυφλής εμπιστοσύνης του 2004 στην απαξία του 2009; Έφταιγε η ποιότητα του ανδρός, οι κακές επιλογές συνεργατών ή το κόμμα του που του χαρίστηκε δίχως καν να το διεκδικήσει, μα που τον αιχμαλώτισε από την ώρα που εκείνος παραιτήθηκε από τη φιλοδοξία να το αλλάξει; Ή, μήπως, φταίει και το ίδιο το εκλογικό σώμα που τον επέλεξε με ενθουσιασμό, όχι όμως για να του αναθέσει μια εντολή δύσκολη και απαιτητική, όχι για να του εμπιστευτεί μια αποστολή αλλαγής, αλλά γιατί τον έβρισκε (και τον ήθελε) συμβατό με ένα κλίμα κουρασμένης απόσυρσης από τη δημόσια σφαίρα, αποστροφής και δυσπιστίας για ό,τι πολιτικό και αδιάφορης ιδιώτευσης, που ήταν το γενικό κλίμα της χώρας (έχει άραγε αλλάξει;) ήδη από το μακρινό 2000; Και ο ίδιος, ο «άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς»; Ήταν άραγε φτιαγμένος για πρωταγωνιστής μεγάλων ρόλων, όπως κάποιοι κάποτε πίστεψαν, αλλά αδίκησε ο ίδιος τον εαυτό του – ή τον αδίκησε το κόμμα του ή και η μίζερη εποχή του- με ρόλους του ελαφρότατου ρεπερτορίου, από εκείνους που χαρίζουν, για λίγο, εύκολο χειροκρότημα και δημοτικότητα υψηλή, αλλά γίνονται γρήγορα μανιέρα βαρετή και σβήνουν από τη μνήμη; Ή «τόσος ήταν», όσον η απογοητευτική του θητεία τον μετρά; Θα έχουμε, ίσως, μιαν ευκαιρίατελευταία;- να το μαντέψουμε…

Τι να εξηγεί, άραγε, αυτήν τη μετεωρική πορεία από τη λευκή επιταγή της τυφλής εμπιστοσύνης του 2004 στην απαξία του 2009;