Το ιρλανδικό θέατρο, όχι όσο θα έπρεπε γνωστό στην Ελλάδα, παρ΄ όλο που υπάρχει μια δυσερμήνευτη, συγγένεια με τα ελληνικά ήθη, είναι σπάνια παιζόμενο
Είναι δυσερμήνευτη η συγγένεια, γιατί εκτός από το γεωγραφικό κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο χώρες, υπάρχει και η βασική διαφορά του θρησκευτικού υπεδάφους, η τελείως διαφορετική ηθική ματιά ανάμεσα στον καθολικισμό και την ορθοδοξία. Για λαούς μάλιστα που χρόνια συνδύασαν τη σκλαβιά τους με τη θρησκευτική λαϊκή ευσέβεια, το θρησκευτικό ήθος καθορίζει την όλη ποιότητα και το ύφος ακόμη του βίου.

Κι όμως η λατρεία προς τον παγανισμό που εντάσσεται και στους δύο λαούς μέσα στο χριστιανικό αλλότριο καθαυτό ήθος, η λατρεία προς την υπαίθρια ζωή, παρ΄ όλες τις κλιματικές διαφορές, η λατρεία προς το γλέντι και τους ομαδικούς χορούς, η λαϊκή θυμοσοφία αλλά και η απόλαυση και, θα έλεγα, η γεύση της γλώσσας και της αφήγησης, ακόμη και η σύμφυτη με την καθημερινή χρήση της γλώσσας ελευθεροστομία, κάνουν τους Έλληνες και τους Ιρλανδούς ξαδέρφια. Σημειώνω επίσης το μυστήριο να συναντώνται και στις ρίζες της μουσικής δομής, αφού η λαϊκή ιρλανδέζικη μουσική μαζί με την ηπειρώτικη και την κινέζικη (!) είναι πεντάτονες!

Γι΄ αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς τη σπάνια παραστασιοπαρουσία του ιρλανδέζικου θεάτρου στην Ελλάδα. Από την άλλη κάθε φορά που ανέβηκε αυθεντικό ιρλανδέζικο θεματικά θέατρο (δεν αναφέρω τον Μπέρναρ Σο, τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Μπέκετ, που αποστασιοποιήθηκαν από τις ιρλανδικές ρίζες) είχε πάντα επιτυχία και ένιωθες πως αυτό που συνέβαινε στη σκηνή, ενώ είχε κάτι πράγματι αυθεντικό δικό του, σε αφορούσε σαν να ήταν και δικό σου. Ένα άλλο υπόγειο ρεύμα που μας συνδέει με τον ιρλανδικό πολιτισμό, πράγμα που συμβαίνει και με τον ισπανικό και τον ιταλικό, είναι ο τρόπος που μαζί και συγχρόνως ανακαλύψαμε και αξιοποιήσαμε τα λαϊκά μας δρώμενα και τη λαϊκή μουσική, αφηγηματική και ορχηστρική τέχνη. Αυτό που στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς παρέμεινε στο πεδίο της έρευνας και της επιστήμης, στις μεσογειακές χώρες και στον ψυχρό ιρλανδικό Βορρά έγινε πηγή έμπνευσης μουσουργών, ποιητών, θεατρικών συγγραφέων κ.λπ. Ό,τι έκανε σε μας εδώ το κίνημα του λαογραφισμού με ηγέτη και εμπνευστή του τον Νικόλαο Πολίτη, στην Ισπανία κινητοποίησε τον φιλόσοφο Ουναμούνο, τον συνθέτη Ντε Φάλια, τον Λόρκα, στην Ιταλία τον Ντ΄ Ανούντσιο και τον Βάργκα και στην Ιρλανδία την ομάδα γύρω από τον μεγάλο ποιητή Γέιτς, τη Λαίδη Γκρέγκορι, τον Σινγκ, τον Ο΄ Κέιζι, τον Ντίλαν Τόμας (παράπλευρα). Με σημερινούς απόηχους τον Χιου Λέοναρντ («Ντα») τον Μέρφι και τον σπουδαίο Φρίελ («Ξεριζωμός» και τόσα άλλα στην Ελλάδα δημοφιλή).

Πέρα από μια λογοτεχνική μόδα για την οποία θα μπορούσε να συζητήσει κανείς, αφού σε ανάλογο κλίμα κινούνται και σύγχρονα έργα του Γκόρκι, του Τολστόι, αλλά ακόμα και η «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, η εποχή τέλη του 19ου και αρχές έως και τα μέσα του 20ού αιώνα σημαδεύεται από τη διερεύνηση αυτού που ονομάστηκε στον τόπο μας (και τόσο εύκολα παρεξηγήθηκε) Ηθογραφία.

Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα σοβαροί άνθρωποι συνεχίζουν να ταυτίζουν την Ηθογραφία με τη γραφικότητα.

Από την άλλη, λόγω μιας μοντερνιστικής αφαίρεσης, ενοχλούνται όταν η θεατρική σκηνή αναπαριστά με πιστότητα τελετουργίες, χειρονομίες, γλεντοκόπια και τραγούδια της παρέας των λαών. Και είναι περίεργο να είναι οι ίδιοι, ιδεολογικά, άνθρωποι που αφιερώνουν ώρες και ύμνους, δικαίως, στη νέγρικη θρησκευτική μουσική ή στην αμερικάνικη κάντρι, αλλά ανατριχιάζουν όταν βλέπουν καλαματιανό, κλαρίνο, ιρλανδέζικη άρπα ή σκωτσέζικη γκάιντα. Αφού, σκεφτείτε, «ανακάλυψαν» στον Μπρέγκοβιτς την ορχήστρα των χάλκινων, ενώ τα χάλκινα της Φλώρινας π.χ. δεν εύρισκαν τόσα χρόνια δίοδο στ΄ αυτιά τους.

Αν επιμένω σε αυτονόητα, είναι για να θαυμάσω άλλη μια φορά την τόλμη του Στάθη Λιβαθινού να επαναφέρει στην τροχιά της σοβαρής συζήτησης το θέμα της θεατρικής Ηθογραφίας (που είναι σαφής ανάλυση ψυχικού τοπίου συναρτήσει του φυσικού τοπίου) ανεβάζοντας ένα έξοχο δείγμα της ιρλανδικής δραματουργίας. Στο θέατρο «Μεταξουργείο» που, προς μέγιστο έπαινό της, παραχώρησε η Άννα Βαγενά στην ομάδα που εκπαίδευσε στην Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου ο Λιβαθινός, παίζεται ως μάθημα και πρόταση αισθητική το έργο του Τζον Μίλινγκτον Σινγκ «Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης». Το έργο είχε εγκαινιάσει το 1971 την ίδρυση της «Νέας Σκηνής» του Εθνικού με σκηνοθέτη τον Μουζενίδη με τον τίτλο το «Λεβεντόπαιδο» (λάθος επιλογή, τουλάχιστον γλωσσικά, τίτλου, αφού ο ήρωας στη Δύση δεν μπορεί να είναι Λεβεντόπαιδο, δηλαδή παιδί του Λεβάντε, της Ανατολής). Βέβαια ο αυθεντικός τίτλος Ρlayboy σήμερα στην Ελλάδα είναι παρεξηγήσιμος, αν και νομίζω πως στα ακριτικά έπη υπάρχει η λέξη «παιχνιδιάτορας», με την έννοια τουλάχιστον εκείνου που παίζει με τον έρωτα!

ΙΝFΟ

«Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης» στο Θέατρο Μεταξουργείο (Ακαδήμου 14, τηλ. 210-5234.382).

Γλεντοκόπα παράσταση


Ο Λιβαθινός, έχοντας στη διάθεσή του μια χειμαρρώδη μετάφραση των Γιώργου Δεπάστα, Ζένιας Κριτσέφσκαγια, ένα έξοχο περιβάλλον (που θυμίζει στάβλο, αλκοόλ και βαρβατίλα) της Μανωλοπούλου, την προσεγμένη κινησιολογία του Μίχου, τους λεπτούς, αλλά όχι αισθητικούς φωτισμούς του Αναστασίου, έστησε μια παράσταση φωνακλάδικα λαϊκή, γλεντοκόπα, παραμυθάδικη, θυμόσοφη και βωμολόχα παγανιστική με κέντρο τον φαντασιοκόπο, ψευταρά, δειλό, αλλά και συνάμα καταπιεσμένο αντι-ήρωα, ερωτόληπτο Κρίστι. Υπάρχουν σκηνές όπου ο κεντρικός χαρακτήρας συμπεριφέρεται, ψευδολογεί, καυχιέται κ.λπ. όπως ο δικός μας «Χάσης» του Γουζέλη (1795).

Ευφορία και ξέφρενος ρυθμός


Ο Λιβαθινός χωρίς άμεσες αναφορές, περιττές άλλωστε, καθοδήγησε στη σκηνή την ομάδα του να μιμηθεί ένα τυποποιημένο λαϊκό μπουλούκι ή τον θίασο σκιών. Διακρίνει κανείς Μπαρμπαγιώργους, Σταύρακες, Σιορ Διονύσιους, Χατζηαβάτες κι έναν αρχιψεύταρο Καραγκιόζη, που παίζει τα πάντα για την επιβίωση. Και οι ηθοποιοί του θιάσου φαίνεται να το γλεντάνε, γιατί τόση ευφορία, τόσος ξέφρενος ρυθμός, τόσος υποκριτικός οίστρος σπάνια μας συμβαίνει στο θέατρο. Γιατί σ΄ αυτή την παράσταση δεν υπάρχουν υστερήσεις, όπως δεν υπάρχει και θεατρινίστικη υστερία, προβολή τού εγώ και ναρκισσισμοί.

Ο Νίκος Καρδώνης (Κρίστι) και μόνο για το πανικόβλητο βλέμμα του που απευθύνεται σαν περισκόπιο στην ομήγυρη των θεατών, ζητώντας τη συνδρομή τους για να επιβιώσει κάτι χουφτιάζοντας, αρκούσε για να μιλήσει κανείς για υποκριτικό διαμαντάκι. Η Άννα Κουτσαφτίκη είναι υπέροχη. Ο συνδυασμός της λαϊκής απλότητας με την κρυμμένη θηλυκή ερωτική βουλιμία είναι έξοχα σχεδιασμένα. Η Μαρία Ναυπλιώτη κατόρθωσε να εντάξει τη σκηνική της καλλονή στην πορνική αλιευτική τέχνη τής πανούργας χήρας με τρόπο απολαυστικό. Ο Δημήτρης Παπανικολάου (Πατέρας) σχολιάζει τις υπόγειες αναφορές που υπαινίχτηκα με γελοιογραφικό οίστρο. Ο Άρης Τρουπάκης (Μάικλ Τζέιμς), αιώνιος μεθυσμένος Ιρλανδός, σχεδίασε έναν αφελή καπιτάνο. Ο Στέλιος Ιακωβίδης, καραγκιοζίστικος Ομορφονιός. Το δίδυμο Δάμπασης, Κουκαλάνι (μού θύμισαν το λαϊκό δίδυμο στους «Κλέφτες» του Βασιλικού στο ομώνυμο έργο του Αντωνίου Μάτεσι) χαριτωμένα ιντερμέτζα και το τρίο Σαββίδου, Σίμου, Τσινάρη, απολαυστικότατος «χορός».

Η παράσταση διαθέτει και ζωντανή μουσική από τον συνθέτη Κώστα Μαγγίνα που βρήκε αυθεντικούς τόνους ιρλανδικού οίστρου να τραγουδήσει και να συνοδεύσει.