Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΩΣ ΤΩΡΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
ΣΤΑ ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
ΕΧΕΙ ΦΤΑΣΕΙ, ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ,
ΝΑ ΕΞΙΣΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ ΚΑΙ ΤΑ
ΟΠΟΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΟΣΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ
Τα πολιτικά φορτία και οι κάθε λογής αποκαταστάσεις πολιτικών χώρων, προσώπων αλλά και προθέσεων, εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την προσέγγιση των υπό έρευνα θεμάτων από τους μελετητές και τους ερευνητές όλων των απόψεων. Αναμφισβήτητα το σύνολο της δουλειάς όλων ημών και προς αυτή την κατεύθυνση δεν προσανατολίζεται και δεν χαρακτηρίζεται μόνο από αυτό, αφού παρά τις διαφορές εξακολουθεί να λειτουργεί, ευτυχώς όχι τυχαία ή ωφελιμιστικά, η επιστημονική και συναδελφική επικοινωνία. Παραμένει όμως ζωντανή σε αρκετούς μια σχετική εγρήγορση για το είδος των απόψεων που θα επενδυθούν με τον μανδύα της «επίσημης» ιστορίας. Ωφελεί άραγε η διεκδίκηση της επισημοποίησης των απόψεων ή η ανανέωσή τους σε άλλες βάσεις; Ή μήπως τελικά λειτουργεί ως πλαίσιο για την κυριαρχία ομάδων- περιβαλλόντων της επιστημονικής κοινότητας; Μιας ανάγκης για κυριαρχία που καταλήγει να ακυρώνει, παρά να προωθεί την έρευνα. Η επιμονή π.χ. στις διαχωριστικές γραμμές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ φασισμού και μη, που δείχνει να αποτελεί πεδίο των επιστημονικών τριβών, διασώζει άραγε το κύρος της μνήμης όσων στρατεύθηκαν στην υπόθεση του αντιφασισμού και της αντίστασης στους κατακτητές; Μάλλον όχι. Ωστόσο η επιμονή ότι δεν υπήρξαν ή ακόμη ότι δεν λειτούργησαν ποτέ ή ακόμη και η απόλυτη κατάργηση αυτών των διαχωριστικών γραμμών μας απομακρύνει από τη δουλειά του ιστορικού. Επιπλέον η προσπάθεια αυτή μάλλον αδικεί τη γενικότερη προσπάθεια των συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον στην αρχική του φάση.

Όπως και να το κάνουμε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ό,τι και ο Πρώτος, παρότι θα λέγαμε πως πλέον προσεγγίζεται συχνά ως τέτοιος. Ήταν ένας πόλεμος που κινητοποίησε κράτη, έθνη και λαούς με τρόπους που είχαν μεγάλες διαφορές από προηγούμενες συγκρούσεις. Η βία που συνόδευσε ή συνδέθηκε με αυτή την σύγκρουση αποτελεί συχνά μια αντίδραση στο είδος και στην έκταση της εξουσίας που ασκούνταν στην ελληνική κοινωνία. Και δεν πήγαζε απλώς και μόνο από μία ιδεολογική επιλογή.

Η έλλειψη δομών και η προβληματική λειτουργία των θεσμών στην Ελλάδα, η απουσία της έννοιας συμμετοχή, οδήγησε εκ των πραγμάτων στην ακύρωση του ανθρωπισμού, πόσω μάλλον μεσούντος ενός πολέμου που έφερε τα πάνω- κάτω. Ο μεγάλος αυτός Β΄ Πόλεμος λειτούργησε πολεμικά αλλά και ιδεολογικά. Σε αυτή τη σύνδεση ήρθαν και οι ρίζες του Μεσοπολέμου και από κοντά τα βαθύτερα τμήματα των ριζών που αποτελούν τα αντικείμενα μελέτης των ιστορικών. Εκτός κι αν κάνουμε σαφή διαχωρισμό και πούμε ότι μελετάμε άλλοι φαινόμενα με ένα ορισμένο βάθος και άλλοι τα ίδια φαινόμενα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό- ριζικό σύστημα.

Όσο για τα γενικότερα συμπεράσματα κάποιων από τους συντελεστές του βιβλίου- η σύγκριση δηλαδή του ελληνικού Εμφυλίου με εμφυλίους άλλων χωρών- δεν θα βοηθήσουν στην κατανόησή του αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα εθνικά ζητήματα ως εκκρεμότητες. Εκκρεμότητες στις οποίες βέβαια οι μελέτες τοπικών ζητημάτων στην Ελλάδα συνδράμουν αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα αν δεν τα εντάξουμε σε ένα ριζικό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας. Η λαϊκή παρόρμηση μεγάλου τμήματος του αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα, η έννοια «θέλουμε να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας», μπορεί δηλαδή να λειτουργεί συγκριτικά σε περιπτώσεις όπως στην Ιταλία που υπάρχουν συνάφειες στο ριζικό σύστημα εθνών και λαών και στη συνέχεια κρατών. Εξάλλου οι ιδεολογικές λειτουργίες του ανθρώπου παραμένουν οι ίδιες ενώ οι κοινωνικές όχι. Τουλάχιστον έτσι ήταν, θα δούμε αν αυτό πρόκειται να συνεχίσει.

Το παρόν σημείωμα δεν δημοσιεύεται προκειμένου να ανοίξει έναν νέο κύκλο αντιπαραθέσεων, απλώς διατυπώνει απόψεις που από ιστορικούς παλαιότερων περιόδων θεωρούνται δεδομένες.

Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός στο Μουσείο Μπενάκη