Η Βικτόρια ήταν 19 ετών όταν έχασε το πρώτο της παιδί. Η εγκυμοσύνη της κυλούσε θαυμάσια, βρισκόταν στην 29η εβδομάδα, αλλά ένα πρωί έπαψε να νιώθει το μωρό της να κινείται. Ένα υπερηχογράφημα επιβεβαίωσε ότι το έμβρυο είχε πεθάνει στη μήτρα.

«Κατέρρευσα», αφηγείται η 24χρονη σήμερα γυναίκα στην εφημερίδα “Νιου Γιορκ Τάιμς”. «Δεν μπορούσαν να μου πουν γιατί η κόρη μου είχε πεθάνει. Η νεκροψία δεν έδωσε απάντηση. Μου είπαν ότι ήταν μια κακιά συγκυρία και ότι ήταν απίθανο να ξανασυμβεί».

Επτά μήνες αργότερα, η Βικτόρια ήταν και πάλι έγκυος. Η αμνιοκέντηση που έκανε ήταν φυσιολογική, ο μαιευτήρας της παρακολουθούσε στενά την εγκυμοσύνη της και όλα εξελίσσονταν ομαλά– έως την 36η εβδομάδα, όταν άρχισαν πρόωρα οι ωδίνες του τοκετού. Μέχρι να φτάσει στο νοσοκομείο, η καρδιά του παιδιού της είχε πάψει να κτυπάει.

Ούτε αυτή τη φορά βρέθηκε αιτία. «Ήταν απελπιστικά σκληρό, δεν ήθελα να ξαναδοκιμάσω να αποκτήσω παιδί», λέει. Παρ’ όλα αυτά, δοκιμάστε ξανά. Αυτή τη φορά, ο τοκετός άρχισε την 26η εβδομάδα και γεννήθηκε ο Α. Τζ., που πλέον είναι 3 ετών. Το γεγονός ότι ο μικρούλης γεννήθηκε τόσο πρόωρα επειδή αποκολλήθηκε ο πλακούντας από τη μήτρα της Βικτόρια, κάνει τους γιατρούς να υποπτεύονται ότι για τον ίδιο λόγο έχασε τα δύο πρώτα της μωρά. Σίγουροι, όμως, δεν είναι.

Δυσάρεστες στατιστικές

Μία στις 200 εγκυμοσύνες στη Δύση (26.000 κάθε χρόνο μόνο στις ΗΠΑ), τελειώνει πρόωρα όταν το έμβρυο πεθαίνει στη μήτρα όταν πια έχει προχωρήσει πολύ η κύηση– από την 20η εβδομάδα και μετά. Οι στατιστικές προκαλούν δυσάρεστη έκπληξη. Η θνησιγένεια, όπως λέγεται η κατάσταση, είναι εξίσου συχνή με τους θανάτους νηπίων στη Δύση.

Τα ζευγάρια που την βιώνουν «αναπτύσσουν αισθήματα αγωνίας, αποτυχίας, ενοχών και φόβου ότι θα ξανασυμβεί στο μέλλον», έγραψε τον περασμένο Νοέμβριο στην επιθεώρηση «Obstetrics & Gynecology» η δρ Ούμα Μ. Ρέντυ, από το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας του Παιδιού & Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHHD) των ΗΠΑ.

Όταν ο κεραυνός κτυπήσει δύο φορές την ίδια οικογένεια, η οδύνη που προκαλεί είναι κάτι παραπάνω από διπλή. Μία γυναίκα που χάνει σε προχωρημένη εγκυμοσύνη το μωρό της, διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να χάσει και ένα επόμενο– ο κίνδυνος διπλασιάζεται έως δεκαπλασιάζεται αναλόγως με την αιτία της πρώτης απώλειας, εάν βεβαίως αυτή βρεθεί. Επιπλέον, το ιστορικό της θνησιγένειας αυξάνει τον κίνδυνο άλλων επιπλοκών σε επόμενες κυήσεις, όπως ο πρόωρος τοκετός και η απόκτηση βρέφους με χαμηλό σωματικό βάρος.

Γιατί;

Ευνόητο είναι ότι τα ζευγάρια που χάνουν απρόσμενα τα μωρά τους, θέλουν να μάθουν εάν έκαναν κάτι λάθος, εάν ο γιατρός τους έκανε κάτι λάθος, εάν μπορεί να ξανασυμβεί το ίδιο. Οι έρευνες όμως για τη θνησιγένεια είναι ανεπαρκείς και έτσι στο περίπου 50% των περιπτώσεων απαντήσεις δεν υπάρχουν.

Το πιο σημαντικό βήμα για να βρεθεί η αιτία της θνησιγένειας είναι η νεκροψία, την οποία όμως πολλά ζευγάρια αρνούνται, χαμένα μέσα στην θλίψη τους και μη κατανοώντας τι ακριβώς συμπεριλαμβάνει και πως μπορεί να βοηθήσει.

«Εάν γίνονταν συστηματικά νεκροψίες, θα ξέραμε πολύ περισσότερα για τις αιτίες της θνησιγένειας και ίσως πως μπορούμε να την αποτρέψουμε», λέει ο δρ Χαμίσου Σαλίχου, μαιευτήρας-γυναικολόγος και ερευνητής της θνησιγένειας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, στην Τάμπα. «Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει οι γιατροί να καθησυχάζουν τα ζευγάρια πως είναι απίθανο να ξανασυμβεί, ακόμα κι αν δεν έχει βρεθεί κάποια αιτία στην πρώτη απώλεια του μωρού. Έχουμε ανακαλύψει ότι ακόμα και γυναίκες που διέτρεχαν πολύ χαμηλό κίνδυνο να χάσουν το μωρό τους, διατρέχουν εξαιρετικά αυξημένο κίνδυνο νέας θνησιγένειας. Κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπ’ όψιν και οι επόμενες κυήσεις να παρακολουθούνται προσεκτικά».

Ο πλακούντας

Η κατάσταση που συχνότερα απ’ όλες σχετίζεται με τη θνησιγένεια είναι η περιορισμένη εμβρυϊκή ανάπτυξη, η οποία ανευρίσκεται στο 43% των περιπτώσεων και στην πλειονότητα των κρουσμάτων που έως πρότινος εθεωρούντο ανεξήγητα, κατά την δρα Ρέντυ. «Σε ποσοστό έως 75% των περιπτώσεων», έγραψε, «ο περιορισμός της εμβρυϊκής ανάπτυξης δεν γίνεται αντιληπτός, ενώ γίνεται λάθος διάγνωση στο περίπου 50%».

Η διαταραγμένη ανάπτυξη του εμβρύου μπορεί να προκληθεί από πρόβλημα στον πλακούντα, το οποίο έχει ως συνέπεια να τροφοδοτείται ανεπαρκώς το έμβρυο με αίμα και θρεπτικά συστατικά. Εάν τέτοιου είδους προβλήματα εντοπισθούν εγκαίρως με το συστηματικό υπερηχογράφημα που κάνει η έγκυος, «ο μαιευτήρας μπορεί να φέρει εγκαίρως στον κόσμο το μωρό και η θνησιγένεια να αποτραπεί», λέει η δρ Ρέντυ.

Για να ξεχωρίσει ο μαιευτήρας ένα μικρόσωμο, υγιές μωρό από ένα το οποίο έχει περιορισμένη εμβρυϊκή ανάπτυξη, λαμβάνει υπ’ όψιν το μέγεθος των γονέων, την ημερομηνία της τελευταίας εμμήνου ρύσεως της γυναίκας καθώς και τα υπερηχογραφήματα του πρώτου τριμήνου της κυήσεως.

Παράγοντες κινδύνου

Παραθέτοντας τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενης θνησιγένειας, η δρ Ρέντυ τονίζει ότι δύο είναι αυτοί που οι γυναίκες μπορούν να ελέγξουν: το κάπνισμα και η παχυσαρκία. Οι γυναίκες που παύουν να καπνίζουν όταν χάνουν το πρώτο τους μωρό, μειώνουν σημαντικά τις πιθανότητες να χάσουν ένα επόμενο.

Υψηλότερο από τον μέσο όρο κίνδυνο θνησιγένειας διατρέχουν επίσης οι μεγάλης ηλικίας έγκυοι, όσες πάσχουν από υποκείμενες νόσους όπως ο διαβήτης, η υπέρταση και οι διαταραχές στην πηκτικότητα του αίματος ή στον μεταβολισμό, οι γυναίκες που έχουν κάνει καισαρική και όσες δεν γεννάνε έως την ημερομηνία του τοκετού αλλά την ξεπερνούν.

Εάν η αιτία της θνησιγένειας είναι μια γενετική ή χρωμοσωμιακή ανωμαλία, ο κίνδυνος υποτροπής κυμαίνεται από 1% για τα μωρά με ένα έξτρα χρωμόσωμα έως 50% για όσα πάσχουν από σπάνια, γενετικά νοσήματα όπως το οικογενές σύνδρομο DiGeorge (είναι μία ασθένεια του ανοσοποιητικού συστήματος του εμβρύου). Σε επόμενες κυήσεις, η γυναίκα μπορεί να υποβληθεί σε προγεννητικό έλεγχο για να διαπιστωθεί εάν το νέο έμβρυο είναι υγιές ή όχι.

Για μία γυναίκα με διαβήτη, η απόκτηση φυσιολογικών επιπέδων σακχάρου στο αίμα πριν από τη σύλληψη και η διατήρησή τους στη διάρκεια της κυήσεως, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο θνησιγένειας. Εξίσου καλή ρύθμιση πρέπει να επιτυγχάνουν και οι γυναίκες με υπέρταση.

Η δρ Ρέντυ τονίζει ότι οι γυναίκες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θνησιγένειας, καλό είναι να μετρούν τις κλωτσιές του μωρού τους _ λ.χ. επί μισή ώρα, δύο φορές την ημέρα _ αρχίζοντας από την 28η εβδομάδα της κυήσεως. Εάν παρατηρήσουν σημαντική μείωση της κινητικότητας του μωρού τους, πρέπει να πάνε αμέσως στο νοσοκομείο.