Τι άδικο που είναι… Όταν ένας ηθοποιός- ο πρωταγωνιστής τουλάχιστον, ο εν ενεργεία ή ο καρατερίστας που έκανε ταινίες οι οποίες παίζονται ξανά και ξανά από την τηλεόραση- πεθαίνει, να γίνεται ντόρος: «Πέθανε ο μεγάλος ηθοποιός…, η μεγάλη ηθοποιός…». Όπου, υπό τη σκέπη της λέξης «μεγάλος» συμφύρονται ηθοποιοί σπουδαίοι με ηθοποιούς κάτω του μετρίου, που πέρασαν στο κοινό για την ομορφιά τους ή για την κωμική φυσιογνωμία τους ή το σουλούπι τους ή την ιδιόμορφη φωνή τους. Ηθοποιοί που έπαιξαν μεγάλους ρόλους και υπηρέτησαν ρεπερτόριο απαιτήσεων και συμπαθητικοί τυπίστεςκαρατερίστες που έμειναν στη συλλογική μνήμη από κάποιους χαρακτηριστικούς ρόλους στους οποίους τυποποιήθηκαν. Αν ο ηθοποιός αποσυρθεί νωρίς, αν δεν έχει κάνει κινηματογράφο το ΄60, αν ζήσει πολλά χρόνια μετά την αποχώρησή του από το σανίδι, η λήθη τον σκεπάζει, το μαύρο σκοτάδι τον τρώει.

Έτσι και τη Σοφία Βερώνη. Είχε την τύχη- ή, ως ηθοποιός, την ατυχία;να φύγει πλήρης ημερών, κάπου τριάντα πέντε χρόνια από την ημέρα που είπε «στοπ»: στα 98 της χρόνια, τη Δευτέρα 10 Μαρτίου. Και κανένας μας δεν το πήρε έγκαιρα είδηση.

Και όμως! Ανήκε στις πρωταγωνίστριες της επιθεώρησης- πριν και μετά τον πόλεμο. Έστω κι αν δεν βρέθηκε στην πρώτη πρώτη σειρά. Κόρη ηθοποιών- του Δημητρίου και της Ουρανίας Βερώνη, ανιψιά τής εκ των δύο κορυφαίων πρωταγωνιστριών του 19ου αιώνα, Αικατερίνης Βερώνη- γεννημένη το 1910 πάτησε το σανίδι στα 6 χρόνια της. Με τη μικρότερη αδελφή της, Καίτη Βερώνη, αυτοδίδακτες και οι δυο τους, έκαναν τη δεκαετία του ΄20 (κατά τη μόδα της εποχής) ντουέτο- «τα Βερωνάκια»- ιδιαίτερα επιτυχημένο, λένε. Πέρασε και από το (τότε) «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά, αλλά η επιθεώρηση ήταν που την κατέκτησε- όπως και την αδελφή της. Χορεύτρια, ακροβάτισσα, πρώτη σουμπρέτα, εκτός από επιθεώρηση έκανε μουσική κωμωδία, οπερέτα, βαριετέ, έκανε και μερικές ταινίες, ενώ από τη δεκαετία του ΄40 έγινε θιασάρχης. Σύζυγος του εκλεκτού μαέστρου και συνθέτη Μενέλαου Θεοφανίδη, έπαιξε- ανάμεσα σε πολλά άλλα- το 1946 στην ιστορική επιθεώρηση «Γιούπι γιούπι» του Ασημάκη Γιαλαμά στο θέατρο «Σαμαρτζή», ενώ το 1961 βρέθηκε συνθιασάρχης στο «Ακροπόλ», στη χρυσή εποχή του («Γλυκιά Αθήνα»), για να εγκαταλείψει τη σκηνή γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Τώρα θα πρέπει να έχει συναντήσει τους άλλους σπουδαίους της γενιάς της που δόξασαν την επιθεώρηση.