Υπάρχει και πάλι έντονη κινητικότητα στο Μακεδονικό σε σχέση με την οριστική ονομασία της ΠΓΔΜ (συνάντηση Μπακογιάννη- Ράις στη Ουάσιγκτον πριν από μία βδομάδα, επίσκεψη μεσολαβητή Νίμιτς αυτή την βδομάδα). Ας δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα.

Τα Σκόπια φαίνεται ότι παραμένουν αδιάλλακτα, προφανώς επειδή θεωρούν τη σημερινή συγκυρία ευνοϊκή, λόγω: α) της αναγνώρισής τους από 122 κράτη με το συνταγματικό όνομα της χώρας και β) της προτεραιότητας που δίνει η Ουάσιγκτον στην ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ τον προσεχή Απρίλιο. Επίσης τα Σκόπια χρησιμοποιούν επιδέξια και το χαρτί «Κόσοβο», στη βάση του συνδρόμου του ντόμινο, ότι δηλαδή η πρόσφατη ανεξαρτησία του θα «ανοίξει την όρεξη» στους δικούς τους Αλβανούς και έτσι θα προκύψει σύγκρουση και νέος κίνδυνος αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια. Συνεπώς, λένε, απαραίτητη είναι η αναγνώριση της συνταγματικής ονομασίας της χώρας για να ενισχυθεί το κύρος της και για να τεθεί το ταχύτερο το κράτος τους υπό την προστατευτική ασπίδα του ΝΑΤΟ.

Η Αθήνα συζητάει μόνο τη σύνθετη ονομασία (γενικής χρήσεως) και όχι τη διπλή ονομασία (υπενθυμίζουμε ότι πριν, επί σχεδόν μία δεκαετία, επέμενε στο «όχι στη σύνθετη ονομασία»). Ειδάλλως, απειλεί να ασκήσει βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, κάτι που θα είχε γι΄ αυτήν μεγάλο κόστος στην εξωτερική της πολιτική ειδικά σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τον ΟΗΕ. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη βάση της Μεταβατικής Συμφωνίας της Νέας Υόρκης μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ (13-9-1995) δεν επιτρέπεται η Ελλάδα να προβάλει αντιρρήσεις σε αίτηση ένταξης (ή συμμετοχής) της ΠΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς. Ωστόσο «επιφυλάσσεται του δικαιώματος να προβάλει αντιρρήσεις σε οποιανδήποτε συμμετοχή…[η ΠΓΔΜ] πρόκειται να αναφερθεί σε τέτοιους οργανισμούς ή θεσμούς διαφορετικά», δηλαδή με άλλο όνομα από το ΠΓΔΜ (άρθρο 11).

Εφόσον τη σύνθετη ονομασία δεν τη δέχονται τα Σκόπια ούτε τη διπλή ονομασία η Αθήνα, θα διέκρινε κανείς τρεις οδούς για το άμεσο μέλλον: α) αναβολή της ένταξης στο

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ

μία ονομασία που από τη μια δεν θα συνιστούσε σύνθετη ονομασία (κάτι που θα ικανοποιούσε τα Σκόπια), αλλά από την άλλη δεν θα ήταν ταυτόσημη με τη λέξη Μακεδονία (κάτι που θα ικανοποιούσε την Αθήνα)

ΝΑΤΟ για ένα χρόνο, β) ένταξη στο ΝΑΤΟ τον Απρίλιο με το προσωρινό όνομα (ΠΓΔΜ) και γ) μία πιο ευφάνταστη λύση σε σχέση με το όνομα από τις μέχρι τώρα προταθείσες λύσεις. Ποια θα μπορούσε άραγε να είναι η λύση αυτή;

Θα μπορούσε να βρεθεί μία ονομασία που από τη μια δεν θα συνιστούσε σύνθετη ονομασία (κάτι που θα ικανοποιούσε τα Σκόπια), αλλά από την άλλη δεν θα ήταν ταυτόσημη με τη λέξη Μακεδονία (κάτι που θα ικανοποιούσε την Αθήνα). Στο πλαίσιο αυτό μία λύση που είχε ακουστεί το 1992 θα ήταν η απόδοση του ονόματος στα σλαβομακεδονικά ως Republika Μakedonija, με τους υπηκόους της να λέγονται Μakedonski. Στην ουσία με το Μakedonija και Μakedonski υποδηλώνεται αυτό που ως Έλληνες πάντοτε λέγαμε μέχρι το 1991, στα επίσημα έγγραφα του ΥΠΕΞ, δηλαδή το «Σλαβομακεδόνες». Με το Μakedonija θα μπορούσαν βέβαια να έχουν αντιρρήσεις οι Αλβανοί της χώρας (που είναι περίπου το 25% πληθυσμικά). Αντιρρήσεις μάλλον θα είχαν και οι δικοί μας υπερπατριώτες «Μακεδονομάχοι». Για τους δεύτερους καταγράφω τέσσερα στοιχεία που καταρρίπτουν τη θέση ότι «η Μακεδονία είναι όλη ελληνική»:

1. Μέχρι το 1912 η γεωγραφική Μακεδονία ήταν μία «μακεδονική σαλάτα» από πλευράς εθνοτικής σύνθεσης: 900.000 γηγενείς μουσουλμάνοι (τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι, σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, κ.ά.), 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί (37%), 360.000 ήταν Έλληνες (δηλαδή μόνο 15%), 100.000 Βλάχοι, περίπου 70.000-90.000 Εβραίοι κ.ά.

2. Ακόμη και στην περιοχή που στη συνέχεια έγινε ελληνική (σημερινή ελληνική Μακεδονία), 36% ήταν μουσουλμάνοι, 28% ελληνόφωνοι χριστιανοί (Έλληνες) και 20-25% σλαβόφωνοι χριστιανοί, χωρισμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς (με τους δεύτερους να τους διεκδικεί η Ελλάδα ως «ελληνόφρονες»).

3. Από τη γεωγραφική Μακεδονία, το 51% πήγε το 1913 στην Ελλάδα, το 39% στην τότε Σερβία (μετέπειτα Γιουγκοσλαβία) και το 10% στη Βουλγαρία.

4. Η πλειοψηφία των σημερινών Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας (και της Θράκης) δεν είναι γηγενείς αλλά πρόσφυγες ή απόγονοι προσφύγων από τη Μικρά Ασία, κάτι που ίσως εξηγεί και την υπερβολική τους ανασφάλεια και ευαισθησία στο θέμα του ονόματος.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.