Επί δεκαετίες, οι ερευνητές πίστευαν ότι αν οι διαβητικοί μείωναν το σάκχαρο στο αίμα τους σε φυσιολογικά επίπεδα δεν θα αντιμετώπιζαν κίνδυνο να πεθάνουν από καρδιά. Μεγάλη έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ μεταξύ 10.000 μεσηλίκων με διαβήτη τύπου 2 έδειξε ότι η μείωση του σακχάρου στο αίμα στην πραγματικότητα αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου.


Oι Αμερικανοί ερευνητές ανακοίνωσαν πως διακόπτουν εσπευσμένα αυτό το τμήμα της έρευνας, τα απροσδόκητα αποτελέσματα του οποίου θέτουν υπό αμφισβήτηση τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται η ασθένεια αυτή. Υπογράμμισαν ότι οι ασθενείς πρέπει απαραιτήτως να συμβουλευτούν τους γιατρούς τους προτού σκεφτούν να αλλάξουν τα φάρμακά τους.

Μεταξύ των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη και επελέγησαν τυχαία για να μειώσουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους σε σχεδόν φυσιολογικά επίπεδα, καταγράφηκαν 54 περισσότεροι θάνατοι απ΄ ό,τι στην ομάδα, τα επίπεδα σακχάρου της οποίας ελέγχθηκαν λιγότερο αυστηρά. Οι ασθενείς

ΤΙ ΕΔΕΙΞΕ Η ΜΕΛΕΤΗ

Η έρευνα σε πάνω από 10.000 μεσήλικους έδειξε πως μείωση του σακχάρου στο αίμα στην πραγματικότητα αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου

συμμετείχαν ήδη στην έρευνα κατά μέσον όρο για τέσσερα χρόνια όταν οι ερευνητές διέκοψαν την εντατική μείωση των επιπέδων του σακχάρου. Τα αποτελέσματα δεν σημαίνουν πως το σάκχαρο στο αίμα δεν έχει σημασία. Το χαμηλό επίπεδο του σακχάρου μπορεί να προστατεύσει από νεφροπάθειες, τύφλωση και ακρωτηριασμούς, όμως τα ευρήματα θέτουν ένα στοιχείο αβεβαιότητας στο δόγμα ότι όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα τόσο το καλύτερο.

«Αυτό που συνέβη προκαλεί σύγχυση και ανησυχία», λέει ο δρ Τζέιμς Ντόουβ, πρόεδρος του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας. «Επί 50 χρόνια, συζητούσαμε πώς να κατεβάσουμε πολύ χαμηλά το σάκχαρο στο αίμα. Όλα στην ιατρική λογοτεχνία δείχνουν ότι αυτό είναι που πρέπει κανείς να κάνει».

Ο δρ Ιρλ Χερς, ερευνητής για τον διαβήτη στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, λέει πως τα αποτελέσματα της έρευνας θα είναι δύσκολο να εξηγηθούν σε ορισμένους ασθενείς που ξόδεψαν χρόνια και κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια, με δίαιτες και φάρμακα, για να κατεβάσουν και να κρατήσουν χαμηλό το σάκχαρό τους. Δεν θα θελήσουν να χαλαρώσουν τώρα την επαγρύπνησή τους, πρόσθεσε.

Χρειάζεται ανακοίνωση όλων των στοιχείων


Η ΜΕΛΕΤΗ για την αντιμετώπιση του διαβήτη που διακόπηκε πρόωρα στις ΗΠΑ, «προσπάθησε να διερευνήσει εάν το να είναι κάποιος πολύ πιο αυστηρός από ό,τι σήμερα στη ρύθμιση του σακχάρου μπορεί να παρέχει επιπλέον όφελος σε ανθρώπους με ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο για (πρώτο ή νέο)

έμφραγμα ή εγκεφαλικό, εξαιτίας της συνύπαρξης διαβήτη, υπέρτασης ή/και αυξημένης χοληστερίνης».

Αυτό τονίζει ο κ. Ιωάννης Ιωαννίδης, υπεύθυνος του Ιατρείου Διαβήτη στο Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο Νέας Ιωνίας, εξηγώντας πως στόχος της ιδιαίτερα επιθετικής αγωγής στην οποία υποβλήθηκαν πολλοί από τους εθελοντές που έλαβαν μέρος στη μελέτη ήταν να μειωθεί κάτω από 6% η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη τους.

Η ουσία

Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι μια ουσία που δείχνει πόσο καλά είναι ρυθμισμένο το σάκχαρο τους τελευταίους μήνες. Στους διαβητικούς σήμερα συνιστάται να είναι κάτω από 7%. Στους ασθενείς της πολύ επιθετικής αγωγής παρατηρήθηκαν αυξημένοι αιφνίδιοι θάνατοι αλλά λιγότερα εμφράγματα, κατά τον κ. Ιωαννίδη. «Αυτό υποδηλώνει ότι ίσως οι αιφνίδιοι θάνατοι σχετίζονται με σοβαρές καρδιακές αρρυθμίες, εξαιτίας των υπερβολικά χαμηλών επιπέδων σακχάρου», εξηγεί. «Μέχρι όμως να έχουμε ανακοίνωση όλων των στοιχείων, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη».

Σε κάθε περίπτωση, «η καλή ρύθμιση του σακχάρου εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα», τονίζει. «Το πόσο χαμηλά θα είναι η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη πρέπει να το συμφωνήσει κάθε ασθενής με τον γιατρό του.

Από τα στοιχεία της νέας μελέτης προκύπτει ότι η γενική σύσταση του 7% που σήμερα δίνουμε είναι σωστή. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρόβλημα παρουσιάστηκε σε μεσήλικα και ηλικιωμένα άτομα που είχαν ήδη καρδιακό πρόβλημα ή είχαν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν, και συνεχώς ο αυστηρότερος έλεγχος σε νεώτερα άτομα, με υγιή καρδιά, εξακολουθεί να είναι επιθυμητός».