Τα μυστικά κρησφύγετα


Oι ζόρικοι μήνες της χρονιάς, οι πιο αγχωτικοί, είναι οι τρεις του φθινοπώρου: Σεπτέμβρης, Οκτώβρης και Νοέμβρης. Με το που μπαίνει ο ένατος, πριν ξεθωριάσουν οι εικόνες του καλοκαιριού και οι μνήμες του, φουλάρουνε οι μηχανές κι αρχίζει η ανηφόρα: καινούργιοι στόχοι στη δουλειά, πλάνα φιλόδοξα, ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και μαζί τα φροντιστήρια των παιδιών και τα σχολεία τους, οι ξένες γλώσσες τους, η μουσική, τα γυμναστήρια. Κι ενώ πασχίζεις να συνδυάσεις τους συμπιεσμένους χρόνους σου με τα δικά τους τα προγράμματα ώστε τουλάχιστον το βράδυ, ερχόμενος, να τα περιμαζεύεις απ΄ τους δρόμους κι από τα μαθήματα (με τον ήλιο τα βγάζουμε, τα μπάζουμε, τι έχουν τα έρμα;…), το σπίτι έχει αρχίσει να ρολάρει και ζητάει επειγόντως τα δικά του. Πρέπει να κουβαλάς πότε τον έναν μάστορα, πότε τον άλλον για μερεμέτια και συντήρηση πριν πλακώσουν οι βροχές, να παραγγέλνεις ξύλα που «ακόμα είναι ξερά» και, μέσα σ΄ όλη την αναμπουμπούλα, να βρίσκεις χρόνο και για τη δική σου τη συντήρηση, κάτι εξετάσεις αίματος, χοληστερίνες, τριγλυκερίδια και λοιπά.

Κι όλα αυτά, προτού αρχίσουν οι απανωτές γιορτές του Αϊ-Δημήτρη, του αγι-Αντρέα και τ΄ αγίου Νικολάου, της Κατερίνας και της Άννας, του Διονύση, της Βαρβάρας, του Λευτέρη ή του Σπύρου και τα τραπεζώματα που πάνε κι έρχονται σκοινί κορδόνι.

Έτσι τραβάει η ζωή, σερί, ώς τα Χριστούγεννα, με την ψυχή στο στόμα. Κι ώς τότε, αναζητάς διέξοδο και τρόπους να ανασάνεις. (Όταν ζορίζεται η ψυχή του ανθρώπου, ψάχνει καταφύγια για να κρυφτεί και ν΄ απαγκιάσει).

Γι΄ αυτό και κάθε χρόνο, Σεπτέμβρη- Οκτώβρη μήνα, καταστρώνεις, στα κρυφά, το ταξίδι του επόμενου καλοκαιριού. Ο κόσμος γύρω σου να καίγεται, εσύ με το μυαλό σου ξεγλιστράς και φεύγεις. Ανοίγεις χάρτες κι ανιχνεύεις με τη φαντασία σου τους ξένους τόπους, πριν καν τους περπατήσεις με τα πόδια. Η αναμονή του ταξιδιού είναι ένας στόχος ικανός να σε κρατήσει ζωντανό ολόκληρο χειμώνα…

Άλλοτε πάλι, καθώς βουλιάζεις απορροφημένος σε υποθέσεις της δουλειάς, σε στρυφνά χαρτιά κι ανούσια έγγραφα, βάζεις να ακούγονται σπινά οι μουσικές του Τρίτου· ή, αγαπημένα σου τραγούδια – κάτι τραγούδια που χτυπάνε τσακ χορδή και σε πάνε πίσω, σε πρόσωπα και εποχές και ζωντανεύουν μνήμες κι αισθήματα. Πλημμυρίζει, τότε, ο χώρος σου με νότες και φωνές, σαν ευλογία ή σιγανή βροχή. Σε παίρνει ο ήχος τους και χάνεσαι…

Αργά το βράδυ, πια, θα μπεις στον κόσμο της γραφής και της ανάγνωσης. Ώρες ολόκληρες μπορείς να ζεις στην ηχηρή σιωπή του χώρου σου, στο σαν κρησφύγετο υπόγειο του σπιτιού σου, και να βυθίζεσαι στον χρόνο. Στη διαθλασμένη αλήθεια των πραγμάτων, απ΄ όπου αναδύεται η μυστική (και σκοτεινή τους) ύλη… Τα Σάββατα ολόκληρα και οι Κυριακές είναι δικά σου. Και τότε παίρνεις τους χωματόδρομους και περπατάς ανάμεσα σε σκίνα και πυκνά φυλλώματα, αμπέλια και κισσούς τυλιγμένους σε κορμούς των δέντρων – δεξιά κι αριστερά ελιές χαμηλωμένες- ώσπου να βγεις ψηλά, στα μυκηναϊκά ερείπια της περιοχής σου: σκαμμένη γη κι αρχαίες πέτρες στεγασμένες πρόχειρα με λαμαρίνες. Η πόλη ξαπλωμένη κάτω ώς τη θάλασσα, κι η τύρβη της, είναι απόμακρη. Ένας απόηχος από το βουητό της, μόνον , φτάνει ώς εδώ…

Λοιπόν, αυτοί που λένε πως δεν θέλει και πολλά η ψυχή του ανθρώπου για να κρατηθεί, καλά το λένε. Φτάνουν μονάχα κάνα δυο στηρίγματα γερά για να πιαστεί, κι ύστερα βρίσκει τον δρόμο της μονάχη και πορεύεται.

Αρκεί να συντηρείς ευλαβικά τα μυστικά κρησφύγετα, να ανανεώνεις κάθε τόσο τον αέρα τους και, προπαντός, να ξεχερσώνεις γύρω γύρω τα περάσματα μη λαγκαδιάσουν. Για να τα βρίσκει εύκολα η ψυχή και στα μεγάλα ζόρια της να ΄ρχεται ν΄ απαγκιάζει.

Ο Κώστας Λογαράς είναι συγγραφέας.