Ένας συγγραφέας, ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα, πέφτει πάνω στις λεπτομέρειες ενός φόνου που τον συγκλονίζουν τόσο πολύ ώστε αποφασίζει να τις αποτυπώσει σε ένα μυθιστόρημα. Αλλά μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο. Ένας δολοφόνος είναι τόσο ενθουσιασμένος με το τέλειο έγκλημά του, ώστε αποφασίζει να το απαθανατίσει μέσα από τη λογοτεχνία.


Πού τελειώνει η φαντασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα στο αιματηρό μπεστ σέλερ του Κριστιάν Μπάλα που κυκλοφόρησε πριν από τέσσερα χρόνια με τον τίτλο Αμόκ; Αυτό καλούνται να ανακαλύψουν οι ένορκοι σε μια υπόθεση που χαρακτηρίστηκε ήδη στην Πολωνία «δίκη της δεκαετίας». Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο 33χρονος Μπάλα κατηγορείται

ΤΑ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ… ΟΛΑ!

Περιέγραψε στο βιβλίο του λεπτομέρειες δολοφονίας επιχειρηματία, άγνωστες στο κοινό. Ο ίδιος αρνείται ότι είναι ο δράστης

ότι διέπραξε ο ίδιος το έγκλημα που περιγράφει στο βιβλίο του.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι εμπνεύστηκε για το βιβλίο του από τα δημοσιεύματα για τον φόνο ενός Πολωνού επιχειρηματία, το πτώμα του οποίου ξεβράστηκε τον Δεκέμβριο του 2000 από τον ποταμό Όντερ στο Βρότσλαβ, κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία. Το πτώμα έφερε τα ίχνη άγριου βασανισμού, τα χέρια ήταν δεμένα σε θηλιά γύρω από τον λαιμό. Σύμφωνα με την Αστυνομία, το θύμα λεγόταν Νταρίους Ζ. και ήταν ιδιοκτήτης μιας μικρής διαφημιστικής εταιρείας. Όλοι τον αγαπούσαν, καμία ένδειξη δεν υπήρχε για τα κίνητρα του φόνου. Τα μόνα στοιχεία που βρήκε η Αστυνομία ήταν κάποια περίεργα e-mails από Ιnternetcafes στην Ινδονησία και τη Νότια Κορέα, που χαρακτήριζαν το έγκλημα «τέλειο».

Ανώνυμο τηλεφώνημα

Πέντε χρόνια αργότερα, η Αστυνομία έλαβε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα: «Ψάξτε το βιβλίο με τίτλο Αμόκ!». Έκπληκτος, ο επιθεωρητής Γιάτσεκ Βρομπλέφσκι ανακάλυψε στις σελίδες του βιβλίου λεπτομέρειες για τον φόνο που ήταν γνωστές μονάχα στην Αστυνομίακαι στον δολοφόνο. Περαιτέρω έρευνες έδειξαν ότι το θύμα ήταν γνωστός της πρώην συζύγου τού Μπάλα. Ο τελευταίος συνελήφθη και σύμφωνα με καταγγελίες του ανακρίθηκε βίαια. «Ήξεραν το βιβλίο απ΄ έξω», είπε αργότερα σε υποστηρικτές του. «Ανέφεραν αποσπάσματα που θεωρούσαν προσβλητικά και μου έκαναν εξαντλητικές ερωτήσεις και για την τελευταία λεπτομέρεια. Αντιμετώπιζαν το βιβλίο σαν να ήταν μια αυτοβιογραφία, όχι ένα μυθιστόρημα».

Ο Μπάλα είπε στην Αστυνομία ότι συγκέντρωσε τις λεπτομέρειες που είχαν δημοσιευθεί στον Τύπο και επινόησε εκείνες που έλειπαν. Ο Βρομπλέφσκι δεν πείστηκε, αλλά ύστερα από τρεις ημέρες ο συγγραφέας αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

«Μπλόκαρε» τον ανιχνευτή ψεύδους;


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ημέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, o Μπάλα, έμπειρος δύτης, πούλησε ένα κινητό τηλέφωνο ίδιου τύπου με αυτό του θύματος- το οποίο η αστυνομία δεν βρήκε ποτέ. Ο Μπάλα είχε προσφερθεί να περάσει από ανιχνευτή ψεύδους και βγήκε «καθαρός». Όταν όμως ορισμένα ηχητικά αποσπάσματα παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, ο δικαστής εξεπλάγη από τις μακρές παύσεις που έκανε ο Μπάλα προτού απαντήσει. Σύμφωνα με τον επιθεωρητή, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε τις μεθόδους που έμαθε στις καταδύσεις για να καλύψει το γεγονός ότι έλεγε ψέματα.