Φέτος είναι ξανά της μόδας, έπειτα από αρκετές δεκαετίες, οι εξώνυχες γόβες. Οι ποιες; Πουθενά δεν θα συναντήσουμε αυτή τη λέξη. Σε κανένα γυναικείο ή lifestyle περιοδικό. Δεν ξέρω καμιά Ελληνίδα κάτω των πενήντα που να τη χρησιμοποιεί. Στη θέση της δίνει και παίρνει, σε όλες τις διαφημίσεις, όλα τα ρεπορτάζ αγοράς και όλα τα αμάραντα ακόμη γυναικεία χείλη, η λέξη peep-toe. Διότι άλλο να φοράς peep-toe γόβες και άλλο εξώνυχες. Στην πρώτη περίπτωση αισθάνεσαι σικάτη, στη δεύτερη χωριάτα. Μια μοντέρνα (αγγλική) ονομασία κάνει το παλιό καινούργιο και το συνηθισμένο γκλαμουράτο. Για τον ίδιο λόγο, κανένα μαγαζί που θέλει να έχει κάποιο γόητρο δεν κάνει πια εγκαίνια. Κάνει opening.
Δεν είμαι από εκείνους που κυνηγούν με το τουφέκι κάθε ξένη λέξη που τρυπώνει στην πάνσεπτη κιβωτό της ελληνικής γλώσσας. Απεναντίας, πιστεύω πως πολλές έχουν εξαρχής ή αποκτούν σιγά σιγά, χάρη στην κοινωνική πρακτική, νοηματικές αποχρώσεις που λείπουν από τις αντίστοιχες «γνήσια» ελληνικές, αν υπάρχουν. Χρησιμοποίησα αρκετές τέτοιες λέξεις στην προηγούμενη παράγραφο. Ας πάρουμε π.χ. την εξελληνισμένη «γκλαμουράτο» ή την τυπολογικά αναφομοίωτη lifestyle.
Και στις δύο το θετικά φορτισμένο, αρχικά, νόημα έχει σήμερα μια τεταμένη συμβιωτική σχέση με μια δευτερογενή νοηματική χροιά, ειρωνική και απαξιωτική. Αυτή την αμφισημία δεν μπορεί να την εκφράσει καμιά υπαρκτή ελληνική λέξη. ΄Η ας πάρουμε τη λέξη killer.
Τα λεξικά γράφουν ότι σημαίνει δολοφόνος, φονιάς. Δεν λέμε όμως κίλερ τον οποιοδήποτε δολοφόνο, αλλά τον ψυχρό, επαγγελματία εκτελεστή ή ένα αδίστακτο άτομο που μετέρχεται κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του.
Ωστόσο, δεν μπορώ να βρω καμιά δικαιολογία (αν και μπορώ, βέβαια, να βρω εύκολα εξήγηση) για τις πολλές αγγλικές λέξεις και εκφράσεις που υποκαθιστούν σε σχεδόν όλους τους κοινωνικούς χώρους τα ακριβή ελληνικά ισοδύναμά τους, τα οποία μάλιστα είναι συχνά πιο ζωντανά και πιο εύχρηστα. Δεν καταλαβαίνω, για παράδειγμα, τι κερδίζουμε με το να λέμε τα σκαμπανεβάσματα «απς εν ντάουνς» (ups and downs). Η αγγλική έκφραση είναι χλομότερη από την ελληνική, άσε που είναι και πιο δυσπρόφερτη για τους ΄Ελληνες. Ακόμη χειρότερα, σε όχι λίγες περιπτώσεις η τυφλή μίμηση της αγγλικής φτωχαίνει πραγματικά το λεξιλόγιο. Για παράδειγμα, η λέξη ball σημαίνει μπάλα, αλλά και μπαλιά. Η αγγλική δεν έχει ειδική λέξη για τη δεύτερη έννοια. Ακούω όμως ολοένα συχνότερα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση αθλητικούς ρεπόρτερ να λένε φράσεις του τύπου «οι μέσοι δεν μπορούν να περάσουν μπάλες για τους επιθετικούς».
Είναι διάχυτη η αντίληψη ότι για την κατάκλυση της ελληνικής από αγγλικές λέξεις και εκφράσεις φταίνε οι διαφημιστές, οι τεχνοκράτες και η τηλεόραση. Μακάρι να ήταν τόσο εντοπισμένες οι πηγές του προβλήματος. ΄Εχω ακούσει άπειρες φορές καθηγητές πανεπιστημίου και συγγραφείς, που ξιφουλκούν δημόσια εναντίον του γλωσσικού ενδοτισμού (πολλοί από αυτούς και εναντίον του ενδοτισμού της εξωτερικής πολιτικής μας), να μιλούν ιδιωτικά για το «κόνσεπτ» του επόμενου «πρότζεκτ» τους, για το «έντιτινγκ» και τα «προυφς» των υπό έκδοσιν βιβλίων τους, για το πόσο «τάιτ» είναι η «ατζέντα» τους και πλήθος άλλα τέτοια. ΄Εχοντας ταξιδέψει σε πολλές χώρες, μπορώ να επιβεβαιώσω μια εντύπωση που εκπλήσσει πολλούς ξένους όταν έρχονται στην Ελλάδα: ότι «ο πιο αντιαμερικανικός λαός του κόσμου» είναι γλωσσικά ο πιο αμερικανόδουλος!
