«Τα εφτά κουτιά της Πανδώρας» του Βασίλη Ζιώγα περίμεναν πολλά χρόνια ώσπου να δουν τα φώτα της σκηνής
Είναι να απορεί κανείς γιατί δεν βρέθηκαν έως τώρα πρωταγωνίστριες κυρίως και πρωταγωνιστές (το έργο έχει μόνο ένα ζευγάρι) να το ανεβάσουν και να χαρούν μια τρανταχτή επιτυχία. Μόνο η Λαμπέτη, όταν της το εντόπισα, το είχε ερωτευτεί, τον καιρό της Φιλουμένας και ήθελε να το ερμηνεύσει με τον Παπαμιχαήλ, αλλά μετά αρρώστησε και χάθηκε η ευκαιρία. Η Καρέζη το ήξερε, το ξέρει και η Δανδουλάκη. Δεν τόλμησαν. Κρίμα. Γιατί το έργο αυτό είναι γραμμένο όσον αφορά κυρίως τον γυναικείο ρόλο να παιχτεί από ντίβα, από σταρ, τέλος πάντων από ηθοποιό με λάμψη. Θα εξηγήσω γιατί. Τώρα που το αγκάλιασε ο Ευαγγελάτος δόθηκε η ευκαιρία σ΄ ένα νέο ταλέντο, μια νεώτατη ηθοποιό (μόλις δύο ετών στο σανίδι) να το ερμηνεύσει και να αξιωθεί να καταστήσει τον ρόλο αντάξιο μιας ντίβας με μύθο και δημοφιλία. Το έργο αυτό του Ζιώγα ξεφεύγει αρκετά από τον συγγραφικό του αναγνωρίσιμο κώδικα (ήδη στο Εθνικό Θέατρο – Πειραματική Σκηνή- όπως πρόσφατα σημείωσα- παίζονται πέντε υπερρεαλιστικά πρωτόλεια μονόπρακτά του, αντιπροσωπευτικά της γραφής του). Μόνο ένα άλλο, πάλι άπαιχτο (μυστήριο!) έργο του, μια σάτιρα αστυνομικού δράματος «Η φαιδρή δολοφονία της κ. Σμιθ» ακολουθεί το σχέδιο και τη δραματουργική συνταγή του αστικού ανάλογου είδους. Στην «Πανδώρα», ένα έργο σε επτά εικόνες, η επιφανειακή δομή παραπέμπει στο μπουλβάρ, έστω και αν η θεματολογία είναι αντλημένη από ισχυρότερα πρότυπα: τον Στρίντμπεργκ, τον Άλμπι κ.τ.λ. Οι σχέσεις, δειγματοληψία εξαντλητική των βουλεβαρδιέρικων μοτίβων, ενός ερωτευμένου ζεύγους. Σκηνές και διάλογοι διαχυτικού ερωτισμού, ζήλειας, μίσους, υπονόμευσης, προδοσίας, εγκατάλειψης, άπωσης και έλξης. Δεν τα ξέρουμε όλα αυτά από το αναλόγου δομής «Νυφιάτικο κρεβάτι»; θα πει κανείς. Φυσικά. Κι αυτή είναι η παγίδα που στήνει ο δαιμόνιος ζαβολιάρης Ζιώγας. Διότι οι σχέση των δύο συζύγων είναι βεβαίως η τυπική, θεατρικά αναγνωρίσιμη αλλά τη ναρκοθετεί η ιδιαίτερη χαρακτηρολογική δομή των δύο συζύγων. Ο άνδρας είναι συγγραφέας, τελειοθήρας ή τεμπέλης; Αγοραφοβικός, κλειστοφοβικός, υπερευαίσθητος και ευέξαπτος και παραχαϊδεμένος. Η γυναίκα είναι μια ντίβα του θεάτρου, δημοφιλής, ωραία και ταλαντούχα. Παίζει στο θέατρο τους μεγάλους γυναικείους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Το ζευγάρι είναι βαθιά ερωτευμένο αλλά συνάμα και ανασφαλές, αισθάνεται την ανάγκη της αυτοβεβαίωσης και της αναγνώρισης του άλλου: Η γυναίκα ζει και κυκλοφορεί σε έναν χώρο φορτωμένο από ζήλειες, αντιδικίες, φλερτ, αμαρτία, υπονόμευση, θαυμαστές, επίδοξους εραστές, πειρασμούς και αμφισβητήσεις. Κάποτε γλιστράει και ταπεινώνεται, τσαλακώνεται.

Το μεγάλο εύρημα του Ζιώγα βρίσκεται στους όρους που δημιουργεί για να καταγράψει τις συγκρούσεις, πάντα νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, όταν η σύζυγος γυρίζει από το θέατρο όπου έχει υποδυθεί μια σειρά έξοχους ρόλους. Έρχεται στο σπίτι με το κοστούμι του ρόλου της και κουβαλάει κάτι από την αύρα της ποίησής του, της ιδεολογίας του και της ηθικής του. Για όσους γνωρίζουν καλά το θέατρο είναι αυτονόητο πως ένας ηθοποιός όταν μελετά για καιρό έναν μεγάλο ρόλο (και ο μεγάλος ρόλος είναι ένα πλούσιο ορυχείο από ιχνοστοιχεία και ποικίλα ρινίσματα) όσο διεισδύει στον πυρήνα του, όσο βρίσκει τις σκιερές, μυστικές πτυχές του, όσο ανακαλύπτει τις χειρονομίες του, τον τρόπο που κινείται ή σιωπά, γελά ή κλαίει, θυμώνει ή αγάλλεται, τόσο τα πράγματα αλληλοπεριχωρούνται, ο ρόλος δανείζει το περιεχόμενο, ο ηθοποιός διαθέτει γενναιόδωρα συναίσθημα και σχήμα. Όλη αυτή η τελετή, δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο τον ηθοποιό. Αφήνω που κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση, σε μια σιωπηλή αυτοκριτική, ο ηθοποιός εντοπίζει τα κενά του, τις αστοχίες του, τα τεχνάσματα που επιστρατεύει για να τον παρουσιάσει ή να τον ξεγελάσει. Οι καλοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όταν τελειώσουν οι παραστάσεις ενός έργου λένε γεμάτοι παράπονο:

«Τώρα ξέρω πώς έπρεπε να τον παίξω. Πάντως τελείως διαφορετικά και οπωσδήποτε πιο ώριμα».

Η ευφυΐα του Ζιώγα έγκειται στο γεγονός ότι δεν κομπλάρει τον θεατή του. Δεν απευθύνεται σε ειδικούς, γνώστες, θεατρολόγους ή κριτικούς. Η ηθοποιός-σύζυγος φοράει το κοστούμι του ρόλου κάθε φορά· αλλά μόνο την κεκτημένη από την ένταση της παράστασης αίσθηση φέρει στη σκηνή, όχι τον ρόλο. Δεν αναφέρεται ούτε μία φορά σε αυτόν. Μόνο ο σύζυγος μια-δυο φορές διαπιστώνει μέσα στα λόγια της ή στη συμπεριφορά της ήθος και ύφος που ανήκουν στον ρόλο που την κατέχει και την διαρρέει. Έτσι οι σχέσεις του ζευγαριού, τα προβλήματά τους, οι αμφιβολίες τους, οι ανασφάλειές τους αλλά και οι τρυφερές τους στιγμές φαίνονται και καμιά φορά μεγεθύνονται από την ποιητική δυναμική των μεγάλων γυναικείων ρόλων του θεάτρου: Ιουλιέττα, Μις Τζούλια, Λιομπόφ του Βυσσινόκηπου, Τζένη της Όπερας της Πεντάρας, Αγία Ιωάννα του Σο, Κατερίνα-Στρίγγλα του Σαίξπηρ, Μαργαρίτα του Φάουστ.

ΙΝFΟ

«Τα εφτά κουτιά της Πανδώρας» στο «Αμφι-Θέατρο» (Αδριανού 111, Πλάκα. Τηλ.

210-3233.644).

Το σπουδαίο αισθητικό πρόβλημα που θέτει ο Ζιώγας, που ανατρέπει και αλλοιώνει την ευκολία του μπουλβάρ της επιφάνειας, είναι το ερώτημα κατά πόσον η ζωή, η καθημερινότητα και πώς αποτυπώνεται στην τέχνη και το αντίστροφο, πόση ποιητική, θεατρικότητα και πόζα, αφαίρεση έχει η ζωή. Πιο απλά: η ηθοποιός του έργου πόσες στρατηγικές, πόσα τεχνάσματα, πόσους ρυθμούς δανείζεται από τη θεατρική της αποθήκη, πόσα όπλα επιστρατεύει αναζητώντας τα στο θεατρικό της οπλοστάσιο και αντίθετα, τι οφείλουν οι ρόλοι της, πόσο ζεστό αίμα από τις φλέβες της μετάγγισε στους χαρακτήρες που ενσάρκωσε κυριολεκτικά. Και εν τέλει ποιο είναι πιο αυθεντικό, το πράγμα ή το είδωλό του, η ζωή ή ο καθρέφτης που κατοπτρίζεται; Ο Ζιώγας όπως ο Πιραντέλο έκανε θεατρικό στοχασμό χρησιμοποιώντας την ιταλική γκροτέσκα φάρσα, έκανε θεατρική μεταφυσική δανειζόμενος τη φόρμα του μπουλβάρ. Είναι εμφανή τα ιδεολογικά δάνεια του συγγραφέα και από τον Φρόυντ, αλλά κυρίως από τον Γιουνγκ και ιδιαίτερα από τη θεωρία του τελευταίου για τη συνύπαρξη μέσα στον άνθρωπο της Αnima και του Αnimus.

Υπονόμευση του μπουλβάρ


Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είχε την έξοχη ιδέα να ανεβάσει την «Πανδώρα» στο Φουαγιέ του Αμφι-Θεάτρου. Εκεί διαμορφώθηκε ένας χώρος – καθιστικό του ζεύγους, στον οποίο όμως ενσωματώθηκαν αφίσες και κοστούμια από την ιστορία του Αμφι-Θεάτρου, δεδομένης της ιδιότητας της πρωταγωνίστριας. Ο σκηνικός αυτός χώρος σχεδιάστηκε από τον Πάρι Μέξη, ο οποίος βρήκε και έναν θεατρικότατο τρόπο να παρουσιάσει την πρωταγωνίστρια με διαφορετικό κοστούμι αλλά και διευκολύνοντας τις συχνές αλλαγές.

Άλλαζε μόνο τον μπούστο, κρατώντας τη φούστα. Έτσι έπαιξε εξαίσια ανάμεσα στο καθημερινό και στο θεατρικό, στο οικείο και στο ανοίκειο. Ο Ευαγγελάτος προχώρησε ακόμη πιο πολύ στην υπονόμευση του μπουλβάρ. Έβαλε επί σκηνής, ανάμεσα στις εικόνες έναν πιανίστα κι έναν βιολιστή που έπαιζαν σε έξοχη διασκευή διάσημες μελωδίες από ομότιτλα έργα από τα παιζόμενα από την ηθοποιό, π.χ. Ιουλιέττα από τον Προκόφιεφ, Φάουστ από τον Γκουνό, Όπερα της Πεντάρας του Βάιλ, Ιωάννα Ντ΄ Αρκ του Χόνεγκερ κ.τ.λ.

Ο Ευαγγελάτος εμπιστεύτηκε τους δύο συντριπτικούς ρόλους σε δύο νέους ηθοποιούς. Και ο μεν Θανάσης Κουρλαμπάς μάς είναι οικείος στο Αμφι-Θέατρο έχοντας επωμιστεί σπουδαίους ρόλους, ερμηνεύοντας τους με στέρεη τεχνική, άνετη κίνηση και συναισθηματική πληρότητα. Στον ρόλο του ανασφαλούς, φοβικού, κλειστού και ερωτευμένου συγγραφέα ήταν πλήρης και λιτός, με ελεγχόμενη συγκίνηση και μέτρο συμπεριφοράς χωρίς να χλιάνει το πάθος. Η Ελίνα Μάλαμα όμως είναι πράγματι νεοφώτιστη σε μεγάλο ρόλο. Απέδειξε πως έχει σπουδαία προσόντα, ωραία φωνή, χορευτική κίνηση και τσαγανό. Ιδίως στους «αρσενικούς» γυναικείους ρόλους (Τζένη, Κατερίνα, Αγία Ιωάννα) ανέπτυξε μια δυναμική με πλούσια χρώματα και ρυθμούς ποικίλους. Εκεί που ο ρόλος χρειαζόταν ντίβα ώστε να του δανείσει αίγλη, η Μάλαμα έδωσε στους ρόλους καθαυτούς την αίγλη ντίβας.