Είναι φυσικό στις μικρές ηλικίες ν΄ αντιστοιχούν άγουρα αισθήματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αισθήματα ή ότι καλύτερα να μην υπήρχαν.

Ιδού το κύριο πρόβλημα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Το ανοίγει κανείς και τον χτυπάει αμέσως εκείνο το ψυχρό ρεύμα που έρχεται συνήθως από ληξιαρχικά έγγραφα. Διαπιστώνονται γεγονότα, επισημαίνονται συνέπειες. Όλα είναι σαν απόσταγμα που ο δωδεκάχρονος θα πρέπει να πιει γουλιά γουλιά για να τονώσει τη σκέψη του απέναντι στα μικρόβια, απέναντι στις ίδιες του τις συγκινήσεις.

Αλλά για ποιον πραγματικά είναι περισσότερο μπελάς οι συγκινήσεις, για τους δασκάλους ή για τα παιδιά; Προφανώς οι συγγραφείς αυτών των κειμένων μεταφέρουν τις δικές τους προκαταλήψεις πάνω στους μαθητές. Προεξοφλούν ότι αν οι τελευταίοι διαβάσουν π.χ. για μια «σφοδρή σύγκρουση» θα γίνουν πολεμόχαροι ή στην καλύτερη περίπτωση εριστικοί. Πράγμα που, ασφαλώς, καθ΄ εαυτό είναι κακό. Ποιος είπε, όμως, ότι μ΄ αυτόν τον τρόπο και μόνο συνδέονται τα αισθήματα με τις πράξεις; Εξίσου καλά θα μπορούσε η γραμμή να χαραχθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Να αντιληφθεί ο δωδεκάχρονος, μαθαίνοντας για μια σύγκρουση, τι σημαίνει ν΄ αγωνίζεται κανείς για κάποιον σκοπό.

Έτσι το ζήτημα της αισθηματικής αγωγής των παιδιών παραμένει πάντα ανοικτό και προηγείται κάθε διδακτικής μεθόδου. Όποιος προσπαθεί να διδάξει την ανεκτικότητα προς τους άλλους αφηρημένα, σαν να πρόκειται για κάποιο αξίωμα της λογικής, μοιραία θα συναντήσει την αντίδραση της μικρής ηλικίας. Να πλησιάσουν κάποια ζωντανή μορφή θέλουν πάντα οι ασχημάτιστες συνειδήσεις. Με κάποιους να συνδεθούν, να τους συνεπάρουν και να τους αμφισβητήσουν, ενδεχομένως, κατόπιν. Κάποτε αυτό λεγόταν παρουσίαση προτύπων ή παραδειγμάτων. Σήμερα οι σύγχρονες «δομικές» αντιλήψεις το έχουν εξορίσει από τα σχολεία, από φόβο μήπως τα «πρόσωπα» εξάψουν τα πάθη.

Οπότε επιλέγεται μέσα στα βιβλία η απουσία αντί της παρουσίας, τα γεγονότα αντί για τα κίνητρα, οι «συνθήκες» αντί για τις πράξεις. Μπροστά στα μάτια των παιδιών ο κόσμος εμφανίζεται ως τετελεσμένος. Όσα έγιναν, έγιναν, και στον μαθητή δεν απομένει παρά να πληροφορηθεί γι΄ αυτά, κρατώντας βέβαια την ψυχραιμία του. Για φανταστείτε, λοιπόν, αυτά τα φλεγματικά παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού να διαβάζουν πως οι Έλληνες «απομάκρυναν» τους Ιταλούς το 1940. Από αυτού του είδους

ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ,

είτε το θέλει η κοινωνία είτε όχι καλείται ν΄ απαντήσει στο ερώτημα των παιδιών: «Σαν ποιους θέλετε να γίνουμε;»

την επινοημένη ψυχραιμία δύο μόνο είναι τα δυνατά παράγωγα. Είτε θ΄ ακολουθήσει η έκρηξη (και τότε τα παιδιά θα περάσουν στην αντίπερα όχθη του εθνικιστικού φανατισμού) είτε θα παραδοθούν στη γενική αθυμία. Δεν ξέρει κανείς ποια είναι η χειρότερη κατάληξη. Από αντίδραση δηλαδή να γίνουν τα ανήλικα τυφλά από πάθος ή αντίθετα, να σηκώνουν απλώς τους ώμους τους με ό,τι συμβαίνει γύρω τους.

Με άλλα λόγια, είτε το θέλει η κοινωνία είτε όχι καλείται ν΄ απαντήσει στο ερώτημα των παιδιών: «Σαν ποιους θέλετε να γίνουμε;». Αναγκαστικά στην Εκπαίδευση τόσο ο δάσκαλος όσο και ο μαθητής περνούν μέσα από την πύρινη ζώνη αυτών των ταυτίσεων. Αν θέλεις να διδάξεις την ανοχή, πρέπει να δείξεις ανθρώπους που δοκιμάστηκαν πάνω σ΄ αυτό το ζήτημα, που αμφέβαλαν, υπέφεραν, λύγισαν και τελικά ανορθώθηκαν. Αν θέλεις ν΄ αναπτύξεις την κριτική σκέψη δεν έχεις παρά να βάλεις αντί για το «απομάκρυναν» τους Ιταλούς μια λέξη που να αναλογεί στην ένταση εκείνης της εποχής. Κάθε άλλη λέξη (αναχαίτισαν, απέκρουσαν, απώθησαν) θα μπορούσε να αποδώσει την αλήθεια αυτής της έντασης, εκτός από τη λέξη την οποία διάλεξαν τελικά να βάλουν! Είναι φανερό ότι η μέθοδος της τεχνητής απονεύρωσης προσέφερε στους συγγραφείς του βιβλίου κάποια εξασφάλιση. Πράγματι, δεν είναι υποχρεωμένοι να εξηγήσουν ότι είναι δυνατόν να μάχεται κανείς σθεναρά, χωρίς να είναι απαραίτητα μισαλλόδοξος ή βάρβαρος. Στο τέλος, όμως, το πρόβλημα θα εμφανισθεί ξανά.

Όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις ενός τέτοιου εγχειριδίου- και δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε γι΄ αυτό- παρακάμπτοντας το πιο πάνω σημείο οδηγούν στο αντίθετο άκρο. Ήδη το βλέπουμε. Με πόση λαχτάρα καταφεύγουν αρκετοί νέοι – που θα γίνονται όλο και περισσότεροι- σ΄ εκείνον τον παλιό μύθο της βίας- μαμμής ή οποία, ωστόσο, δεν γεννά πια την Ιστορία, αλλά μόνο το Συμβάν, το παταγώδες, καπνογόνο Συμβάν. Δράση, λοιπόν, για τη δράση. Είναι γιατί δεν προτείνονται πια αντι-πρότυπα, αντιμύθοι. Η Εκπαίδευση αποχώρησε από την περιοχή των αισθημάτων για να καλλιεργήσει έναν νου που η κριτική του δεν βρίσκει τον λόγο να ασκηθεί. Να κρίνει τι και στο όνομα τίνος ο μαθητής; Αφού δειλιάζουμε να συζητήσουμε μαζί του τι σημαίνει πατρίδα, αγάπη για την πατρίδα ή ακόμη θυσία για κάτι (για οτιδήποτε) τότε η κοίτη του ποταμού θα στρίψει προς την άλλη μεριά. Και οι δάσκαλοι θα μείνουν με την απορία γιατί δεν πέτυχε η συνταγή: «Πώς να φτιάχνετε στα γρήγορα ένα κοσμοπολίτικο παιδί».

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.