Παράδειγμα προς μίμηση για ακόμα χρηστικότερα σκούτερ αποτελεί το νέο Χ-8 400 της Ρiaggio.

Διαθέτει τους απόλυτους αποθηκευτικούς χώρους μέχρι στιγμής σε σκούτερ, πολυτέλεια, άνεση και ακόμα καλύτερες επιδόσεις από τον νέο τετράχρονο κινητήρα των 400 κυβικών, σε τιμή που συγκαταλέγεται στις χαμηλότερες της αγοράς
▅ Όταν πρωτοπαρουσίασε η Ρiaggio το Χ-8 πριν από τρία χρόνια, κέρδισε αμέσως τις εντυπώσεις, αφού εκτός από τα υπόλοιπα διέθετε και τον μεγαλύτερο αποθηκευτικό χώρο που υπάρχει μέχρι στιγμής σε σκούτερ. Μέχρι σήμερα πάντως οι 40.000 πωλήσεις του στις εκδόσεις 125, 200 και 250 κυβικών δείχνουν ότι για πολλούς η χρηστικότητα είναι ο πρωταρχικός παράγων επιλογής για την καθημερινή τους μετακίνηση, και η «αυτοκινητική» φιλοσοφία σχεδίασης του Χ-8 τούς ταιριάζει απόλυτα. Έτσι η επέκταση της γκάμας προς τα πάνω, τοποθετώντας στο ήδη πολύ καλό πλαίσιο τον καινούργιο υδρόψυκτο, τετράχρονο και βέβαια τετραβάλβιδο κινητήρα που διαθέτει ψεκασμό και προδιαγραφές Εuro 3, ήταν φυσικό επακόλουθο. Η νέα έκδοση των 400 κυβικών διευρύνει ακόμα περισσότερο την γκάμα, ενώ διαθέτει και ένα ακόμα πλεονέκτημα: λόγω της ιπποδύναμης, που με 33,5 ίππους δεν υπερβαίνει το όριο της κοινοτικής νομοθεσίας, μπορεί να οδηγηθεί και από κατόχους διπλώματος κατηγορίας Α΄ Έτσι, το Χ-8 παραμένει ένα GΤ scooter, που εκτός από την άνεση και αρκετή από την πολυτέλεια της μεγαλύτερης- και σημαντικά ακριβότερης- σειράς Χ-9 διαθέτει και τον μεγαλύτερο αποθηκευτικό χώρο που έχει εμφανιστεί μέχρι τώρα σε σκούτερ! Το όμορφο καπάκι στο πίσω μέρος του ανοίγει αποκαλύπτοντας έναν έξυπνα σχεδιασμένο μακρόστενο χώρο 56 λίτρων που συνεχίζει κάτω από ολόκληρη τη σέλα, επιτρέποντας τη μεταφορά αντικειμένων μεγάλου μήκους. Άλλωστε, η ίδια η Ρiaggio παρουσιάζει το Χ-8 σαν εξέλιξη του Ηexagon, που ολόκληρη η σχεδίασή του βασιζόταν στη ίδια φιλοσοφία. Όλα αυτά μαζί με την κομψή μεν αλλά ηπίων τόνων εμφάνιση και τους συντηρητικούς χρωματισμούς σε πρώτη ματιά παραπέμπουν σε μια χρηστική συμβατική κατασκευή χωρίς ιδιαιτερότητες.

Μερικές φορές όμως τα φαινόμενα απατούν, όπως ακριβώς συμβαίνει μόλις ανέβεις στη μεγαλοπρεπή και ευρύχωρη σέλα του Χ-8. Ο νέος κινητήρας της σειράς Μaster έχει «ψυχή» ανοίγοντας το γκάζι, φανερώνοντας όση δύναμη δικαιολογούν οι 33,5 ίπποι και τα 400 κυβικά, ενώ αποδίδεται ομαλά και από χαμηλούς ρυθμούς περιστροφής. Η ευκολία στην οδήγηση συνοδεύεται και από πολύ ελαφριά αίσθηση παρά τα περίπου 200 κιλά, ενώ εύσημα παίρνει και η οδική συμπεριφορά, που είναι εξαιρετική και φυσικά βελτιωμένη σε σχέση με τα μικρότερα Χ-8. Το διπλό κλειστό πλαίσιο δεν παρουσιάζει ελαστικότητα σε απότομες εναλλαγές κλίσεων και πολύ δύσκολα θα φέρει τον αναβάτη σε δύσκολη θέση. Αντίστοιχα, σοβαρή δουλειά φαίνεται να έχει γίνει και στον τομέα των αναρτήσεων, που διαθέτουν σωστές- αλλά και αρκετά σκληρές – αποσβέσεις και ρυθμίσεις, χωρίς όμως να στερούν την άνεση, εκτός από την περίπτωση των ανωμαλιών και κρατήρων που απαιτούν κάποια προσοχή.

Η ευστάθεια και η κατευθυντικότητα στις υψηλές ταχύτητες είναι υποδειγματική και η τελική ταχύτητα φθάνει εύκολα στα 165 χιλιόμετρα. Η φαρδιά μάσκα με τη μετρίου ύψους ζελατίνα ευθύνονται για την πολύ καλή καθολική προστασία του αναβάτη από τον αέρα, ενώ οι τροχοί με διάμετρο 14 ιντσών εμπρός και πίσω συμβάλλουν στην πολύ καλή οδική συμπεριφορά. Τα φρένα, που αποτελούνται από δίσκους 260 και 240 χιλιοστών χωρίς να διαθέτουν ούτε συνδυασμένο σύστημα πέδησης ούτε ΑΒS, αποτελούν ακόμα μια εγγύηση ασφάλειας με χαρακτηριστικό την υψηλή πίεση που απαιτείται στη δεξιά μανέτα.

Όσο για ευκολίες, αυτές αρχίζουν με το που ανοίγεις το πίσω καπάκικάτι σαν πορτ μπαγκάζ- και βάζεις το κράνος ή ακόμα και κάτι με μήκος μέχρι 80 εκατοστά, αφού ο χώρος επικοινωνεί απευθείας με τον αντίστοιχο κάτω από τη σέλα. Όλα ανοίγουν ηλεκτρικά από κουμπιά στα χειριστήρια, αλλά και με τη χρήση τηλεκοντρόλ πάνω στο κλειδί. Το σύστημα φωτισμού προσφέρει εξαιρετική ορατότητα ακόμα και στις πλέον δυσχερείς συνθήκες, ενώ το αναλογικό συγκρότημα οργάνων του Χ-8 ακολουθεί τα χνάρια των ακριβότερων Χ-9, όντας όμορφο και πλήρες, χωρίς όμως την ψηφιακή οθόνη του τελευταίου.

Οι αρετές του και η συνολική ποιότητα κατασκευής κρύβονται εύκολα πίσω από τη συντηρητική εμφάνιση, όμως είναι σε θέση να καλύψει σχεδόν κάθε πιθανή ανάγκη του υποψήφιου αγοραστή του. Κυριότερο προσόν βέβαια είναι η τιμή του, που με 4.990 ευρώ αποτελεί μεγάλο δέλεαρ για αγορά.