ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ της Ορχήστρας της Όπερας των Τιράνων είναι ο Εντμόντ Ντόκο. Ένας ταλαντούχος μουσικός ελληνικής καταγωγής που γύρισε από την Κέρκυρα πριν από δέκα χρόνια. Η όπερα εξακολουθεί να έχει φανατικό κοινό στην Αλβανία. Σε κάθε παράσταση, η αίθουσα είναι ασφυκτικά γεμάτη. Παίρνω ένα ταξί. Κάτι άλλο κοινό μεταξύ Αθήνας και Τιράνων: οι ταξιτζήδες σού πιάνουν αμέσως κουβέντα. «Θέλεις να μάθεις πώς μοιάζει η Αλβανία;» με ρωτάει ο ταξιτζής. «Μοιάζει με την κυκλοφορία των αυτοκινήτων της». Σε μια πόλη όπου την εποχή του Χότζα περνούσε ένα αυτοκίνητο το μισάωρο, σήμερα χρειάζεσαι μισή ώρα, εάν είσαι τυχερός, για να διανύσεις τρία χιλιόμετρα, λόγω του μποτιλιαρίσματος. Τουλάχιστον 250.000 αυτοκίνητα κυκλοφορούν στα Τίρανα. Πάνω σε τεράστιες λακκούβες και δημιουργώντας απέραντο χάος. Η πόλη είναι η πιο μολυσμένη της Ευρώπης. Και η πιο θορυβώδης.

Είναι Παρασκευή μεσημέρι και βλέπω το συγκεντρωμένο πλήθος των πιστών έξω από το κεντρικό τζαμί της πόλης. Επειδή δεν τους χωρά όλους, οι πιστοί στρώνουν τα χαλάκια τους στο πεζοδρόμιο. Ζητάω τη γνώμη του ταξιτζή για το θέαμα. «Εγώ είμαι μουσουλμάνος» λέει «αυτά όμως δεν μ΄ αρέσουν. Σαουδική Αραβία είμαστε εδώ πέρα;». Από τον μιναρέ ακούγεται η απαγγελία του Κορανίου από τον χότζα: «Ο γνήσιος μουσουλμάνος είναι αυτός που δεν πίνει αλκοόλ και δεν κάνει παρέα με αυτούς που πίνουν». Κοιτάω τον ταξιτζή. Με κοιτάει και εκείνος. «Μα πώς μπορείς να πεις στον Αλβανό να μην πίνει;» λέει και λύνεται στα γέλια. Τον πληρώνω και κατεβαίνω. Βλέπω πως δίπλα στους πιστούς που προσεύχονται, περνούν νεαρές γυναίκες με μίνι ή γόβα στιλέτο. Αδιαφορούν πλήρως. Και οι πιστοί το ίδιο.

Αφήνω τη σκηνή και περπατώ προς το κτίριο της Λυρικής Σκηνής. Μπροστά μου περπατά ένας ηλικιωμένος. Ξαφνικά χτυπά το κινητό του. Και το ringtone του είναι η μελωδία της Τρίτης Διεθνούς, που ακούγαμε συνέχεια την εποχή του Ενβέρ Χότζα. Σε λίγα τετραγωνικά μέτρα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Αλβανίας. Μαζί και ταυτόχρονα…