Το ντεσεβό ήταν φρεσκοβαμμένο, τσίλικο, κόκκινο και μαύρο σαν γαλλικό

λογοτέχνημα. Γαλλικό έργο τέχνης ούτως ή άλλως, σχεδιασμένο από τον Λε

Κορμπιζιέ, όπως μου εξήγησε η Αθηνά που το οδηγούσε περήφανα, ύστερα από

πολλές μέρες μόχθου στα συνεργεία. Γιατί δεν γίνεται αλλιώς, για να

κυκλοφορήσεις ένα τέτοιο αυτοκίνητο στην εθνική οδό, πρέπει πρώτα να το

καλοπιάσεις, να το χαϊδέψεις, να το τσεκάρεις κομμάτι κομμάτι. Βγήκε σεμνά στη

δεξιά λωρίδα και πήγαινε με ενενήντα, κι ας είχε λόγους να καμαρώνει, τόσο

παλιό και ταυτόχρονα τόσο καινούργιο και μάχιμο. Τι να είχε σκεφτεί άραγε ο Λε

Κορμπιζιέ όταν το σχεδίαζε; Να κάνει ένα φτηνό χρηστικό αυτοκίνητο, με τα

βασικά, απλό και έξυπνο, με μοντέρνο σχέδιο; Πόσο παράξενος φαίνεται τώρα ο

λεβιές στο πάνω μέρος και τα παράθυρα που ανοίγουν με ένα σπρώξιμο.

Προσπερνάνε τα καινούργια γρήγορα γιωταχί από αριστερά, προσπερνάνε κι από

δεξιά μερικά. Μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα γιωταχί, μόνο το ντεσεβό ξεχωρίζει.

Μικρά και μεγάλα, φτηνά κι ακριβά, όλα προσπαθούν να δείχνουν μεγάλα και

ακριβά. Κάποιο λάθος έκαναν οι μοντέρνοι υπολογίζοντας τις προσδοκίες των

ανθρώπων. Χρηστικό, απλό και μικρό δεν θέλει κανένας. Κάθε πολυτέλεια και

φιγούρα απεδείχθη απαραίτητη, ακόμα και τα τεράστια αγροτικά στη μολυσμένη

πόλη με τους στενούς δρόμους. Κορνάρουν όλοι το ντεσεβό, ενοχλημένοι που

υπάρχει. Είναι επειδή πάει αργά, ή επειδή κάτι τους θυμίζει που δεν

καταλαβαίνουν τι ακριβώς είναι; Σε κάποιους μεγαλύτερους κάτι πρέπει να

θυμίζει. Ενοχλούν τόσο πολύ οι αναμνήσεις των μοντέρνων; Οι ιδέες τους, η

αισθητική τους, η φιλοσοφία τους; Ή είναι τόσο ανίσχυρο ανάμεσα στα θηρία το

αυτοκινητάκι των δύο ίππων που πρέπει οπωσδήποτε τα δυνατά να το αγριέψουν;