H αναθεωρητική πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας που παρουσίασε προχθές ο

Πρωθυπουργός, αφορά 25 από τα 123 άρθρα του ισχύοντος Συντάγματος.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, το δικαστήριο δηλαδή στο οποίο, τα τελευταία

χρόνια, επιλύονται οι περισσότερες και οι κρισιμότερες συνταγματικές διαφορές

στη χώρα μας, φαίνεται πως ενοχλεί την κυβέρνηση

Αν και υστερεί κάπως σε πληθωρικότητα σε σύγκριση με την αντίστοιχη πρόταση

που είχε υποβάλει το ΠΑΣΟΚ το 1995 (και που κατέληξε σε μιαν αμφιλεγόμενη

αναθεώρηση των μισών περίπου άρθρων του Συντάγματος το 2001), η πρόταση της

σημερινής πλειοψηφίας εμφανίζεται να επιδιώκει εξίσου φιλόδοξους σκοπούς. Όπως

τόνισε ο K. Καραμανλής, απευθυνόμενος σε μια μουδιασμένη μάλλον

Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, «δεν γίνεται για ανέξοδο εντυπωσιασμό,

ούτε βέβαια για να αλλάξουμε το πολιτειακό σύστημα. Γίνεται για να ενισχύσουμε

δημοκρατικούς θεσμούς και λειτουργίες, […] για να ανοίξουμε νέους δρόμους

ανάπτυξης και προόδου».

Θα προσπαθήσω να δείξω γιατί οι σπουδαιότερες από τις αλλαγές που προτάθηκαν

δεν υπηρετούν αυτόν τον σκοπό, αλλά ένα πολιτειακό πρότυπο που βρίσκεται στην

εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση: το πρότυπο εκείνο που απορρίπτει κάθε ιδέα

σοβαρής λογοδοσίας των κυβερνώντων, δυσπιστεί προς τα θεσμικά αντίβαρα και

θέλει την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να κυβερνά κατ’ ουσίαν

ανέλεγκτη. Δεν πρόκειται για τον πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό βρετανικού τύπου

(όπως υποστηρίζουν εκ του πονηρού κάποιοι), αλλά για έναν αυταρχικό

πρωθυπουργοκεντρισμό, που προσιδιάζει σε χώρες συνταγματικά μάλλον

υπανάπτυκτες.

Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά:

Κεντρική θέση στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας κατέχει το Συνταγματικό

Δικαστήριο. Σε αυτό, μεταξύ άλλων, θα ανατεθεί, εκτός από τις αρμοδιότητες του

Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του ισχύοντος Συντάγματος, ο

«τελικός» έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, κατόπιν παραπομπής από τις

ολομέλειες των τριών ανώτατων δικαστηρίων.

Αν και ο K. Καραμανλής απέφυγε επιμελώς να διευκρινίσει πώς θα αναδεικνύονται

τα μέλη του, το προτεινόμενο Συνταγματικό Δικαστήριο θα συγκροτείται κατά πάσα

βεβαιότητα από μη δικαστές. Τούτο προκύπτει έμμεσα από την ανάθεση σε αυτό

μιας ακόμη αρμοδιότητας που οι πολιτικοί μας επιχειρούν εδώ και χρόνια να

αφαιρέσουν από τους τακτικούς δικαστές: της επίλυσης των διαφορών που αφορούν

τις αποδοχές των δικαστών.

Στο δικαστήριο λοιπόν αυτό, που δεν θα αποτελείται (τουλάχιστον στην

πλειοψηφία του) από δικαστές καριέρας, η Νέα Δημοκρατία θέλει να αναθέσει την

αμετάκλητη και erga omnes (;) επίλυση των συνταγματικών διαφορών. Τι το

μεμπτό; θα ρωτούσε κάποιος. Συνταγματικά Δικαστήρια δεν έχουν, εδώ και χρόνια

μάλιστα, χώρες σοβαρές, όπως η Γερμανία και η Ιταλία και, πιο πρόσφατα, η

Ισπανία, η Πορτογαλία και όλες οι χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού»;

H απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι, καμιά από τις χώρες αυτές (μη

εξαιρουμένων των κατά τεκμήριο συνταγματικά «προηγμένων»), όταν επέλεγε τη

λύση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν είχε, όπως η Ελλάδα, στο ενεργητικό

της μια πετυχημένη παράδοση δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων

από όλα τα δικαστήρια. Απεναντίας, με πολύ νωπές ακόμη τις μνήμες απαίσιων

δικτατορικών καθεστώτων, από τα οποία είχαν απαλλαγεί μόλις πριν από λίγο, οι

χώρες αυτές δεν διέθεταν ούτε καταρτισμένους ούτε, προπάντων, ανεξάρτητους

δικαστές. Κάτι που δικαιολογημένα ίσως τις οδήγησε να επιλέξουν τότε ένα

λιγότερο νομικό και περισσότερο πολιτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας

των νόμων, όχι από όλα τα δικαστήρια αλλά ουσιαστικά από ένα, το Συνταγματικό.

Το τελευταίο δεν θα το συγκροτούσαν δικαστές, αλλά πρόσωπα τοποθετημένα πιο

κοντά στα πολιτικά κόμματα και στις αξίες που αυτά υπηρετούν, που θα τα

επέλεγε η Βουλή, με αυξημένη συνήθως πλειοψηφία.

Αν και η χώρα μας έζησε και αυτή στο πετσί της αυταρχικά καθεστώτα στον 20ό

αιώνα, οι εκτροπές της από τον κοινοβουλευτισμό ήταν πολύ βραχύτερες σε σχέση

με αυτές των ανωτέρω χωρών. Ήταν, ως εκ τούτου, φυσικό η ιδέα του

Συνταγματικού Δικαστηρίου να μην ευδοκιμήσει, ακόμη και όταν προτάθηκε με

επιμονή, όπως το 1963 από τον Κων. Τσάτσο, το 1968 και το 1973 από τη χούντα,

αλλά και το 1975. Γιατί λοιπόν προτείνεται σήμερα;

Νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται στο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, το

δικαστήριο δηλαδή στο οποίο, τα τελευταία χρόνια, επιλύονται οι περισσότερες

και οι κρισιμότερες συνταγματικές διαφορές στη χώρα μας, ενοχλεί. Έτσι, η Νέα

Δημοκρατία αποφάσισε να το καρατομήσει, αφαιρώντας του τη σπουδαιότερη

αρμοδιότητά του: τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται αν πάρει κανείς υπόψη δύο ακόμη από τις

προχθεσινές προτάσεις: από τη μια, την αφαίρεση από το Συμβούλιο της

Επικρατείας του δικαστικού ελέγχου των διαγωνισμών του Δημοσίου και την

ανάθεσή της κατ’ αποκλειστικότητα σε ένα δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο,

που δεν διαθέτει την παραμικρή πείρα επί του θέματος. Και, από την άλλη, τη

«σκοτεινή» αναγγελία της αναθεώρησης των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος,

για την «αποτελεσματικότερη» δήθεν προστασία των δασών.

Είναι φυσιολογικό ότι η προφανής αυτή προσπάθεια να αποδυναμωθεί το

σπουδαιότερο δικαστήριο της χώρας, επειδή είναι ανεξάρτητο, σημαδεύει αρνητικά

τις υπόλοιπες προτάσεις του K. Καραμανλή, ακόμη και όταν αυτές – όπως

συμβαίνει με ορισμένες – είναι κατ’ αρχήν θετικές. Διότι προδίδει προθέσεις

και βαθύτερα κίνητρα για τα «βασικά» και «ουσιώδη» και φανερώνει έλλειψη

θεσμικής φιλοσοφίας.

Απ’ αυτή την άποψη είναι κρίμα που ο νεώτερος Καραμανλής, σε αντίθεση προς τον

πρεσβύτερο, ενέδωσε σε μια παλαιοελλαδίτικη αντίληψη της πολιτικής.

Να τις καταψηφίσει το ΠΑΣΟΚ

Μια τελευταία παρατήρηση για τα διαδικαστικά της αναθεώρησης: ως γνωστόν,

σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, η παρούσα Βουλή δεσμεύει την επόμενη

– την Αναθεωρητική – μόνον ως προς τις αναθεωρητέες διατάξεις. Δεν τη δεσμεύει

ως προς το περιεχόμενο που τελικά αυτές θα πάρουν. Τις νέες διατάξεις θα τις

ψηφίσει η επόμενη Βουλή, είτε με 151 ψήφους (αν η παρούσα Βουλή ψηφίσει την

αναθεώρηση με 180 ψήφους τουλάχιστον), είτε με 180 ψήφους (αν η αναθεώρηση

συγκεντρώσει στην παρούσα Βουλή περισσότερες από 150 αλλά λιγότερες από 180

ψήφους). Πράγμα που σημαίνει ότι, στην επόμενη βουλή, το πρώτο κόμμα, όποιο κι

αν είναι αυτό, θα πρέπει, για να ψηφίσει τις νέες διατάξεις από μόνο του να

διαθέτει το ίδιο τουλάχιστον 180 ψήφους, κάτι εντελώς απίθανο. Είναι κατόπιν

αυτού προφανές ότι, για να μπορέσει να αποτρέψει ανοσιουργήματα από τη N.Δ.,

ένα κόμμα που στερείται θεσμικής φιλοσοφίας, και για να επηρεάσει την τελική

έκβαση της αναθεώρησης στην επόμενη Βουλή, ακόμα κι αν χάσει τις προσεχείς

εκλογές, το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να καταψηφίσει τις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας

στην παρούσα. Όχι μόνον τις ψευδεπίγραφες, αλλά όλες. Συμπεριλαμβανομένων

δηλαδή και όσων το ίδιο υποστηρίζει (όπως είναι π.χ. η αναθεώρηση του άρθρου

16 ώστε να μπορέσουν να ιδρυθούν και μη κρατικά Πανεπιστήμια). Διότι

διαφορετικά ενδέχεται να βρεθεί προ δυσαρέστων εκπλήξεων.

Ο N. K. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.