|
|
|
| Βαρβάρα Μαυρομάτη: «Τελικά, ήμουν τυχερή. Πέσανε στο δρόμο μου άνθρωποι εξαιρετικοί – ο Βολανάκης, ο Σεβαστίκογλου, ο Χουβαρδάς, η Μάγια, η Όλια… Αλλά είπα και πολλά όχι για ένα ναι. Την τύχη, τελικά, τη φτιάχνουμε μόνοι μας. Και πιστεύω στον Ντοστογιέφσκι που λέει ότι μόνο οι βλάκες θεωρούν το τυχαίο σύμπτωση»
|
Βαρβάρα Μαυρομάτη. Ηθοποιός. Και σκηνοθέτρια. Με δεκατρείς έως τώρα
παραστάσεις στο ενεργητικό της. Παραστάσεις από ενδιαφέρουσες έως εξαιρετικές.
Φέτος υπέγραψε δύο. Και τις δύο για το θέατρο «Άλμα» της Κατερίνας Μαραγκού
και του Βίλη Ανδρέου: «Παράξενο ιντερμέτζο» του Ευγένιου Ο’ Νιλ και
«Φθινοπωρινή σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – η εξαιρετική δεύτερη παίζεται
ακόμα, με πρωταγωνίστριες την Μάγια Λυμπεροπούλου και την Όλια Λαζαρίδου και
έχει κριθεί από κοινό και κριτική ως μια από τις καλύτερες της χρονιάς.
Γεννήθηκε στην Τσεχοσλοβακία – στην Όστραβα. Μεγάλωσε στην Πράγα. Εγγόνι
πολιτικών προσφύγων. Δεν θέλει να μιλήσει για τα παιδικά της χρόνια. Την κόβει
τη συζήτηση: «Δύσκολα». Ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη
μετά την Μεταπολίτευση – «όχι, τα ελληνικά μου δεν ήταν καθόλου καλά».
Κινηματογράφο ήθελε από μικρή να κάνει – σκηνοθέτης. «Και μου έχει μείνει
απωθημένο», λέει και γελάει. «Στην Θεσσαλονίκη έκανα βόλτες γύρω απ’ το
Κρατικό και συνάντησα έναν άνθρωπο που μου άρεσαν πολύ τα μάτια του. Αποφάσισα
να τον ρωτήσω αν μπορώ να κάνω αυτό που θέλω σε κάποια σχολή. Κι αυτός ήταν ο
Μίνως ο Βολανάκης. Που ήταν τότε διευθυντής στο ΚΘΒΕ. Μόνο ένας Μίνως
Βολανάκης θα μπορούσε να με βάλει στη δραματική σχολή. Του το χρωστάω. Μετά
ήρθε στη σχολή, ως καθηγήτρια, η Κυρία Μάγια Λυμπεροπούλου. H παρουσία της με
προκάλεσε να μείνω. Με μάγεψε. Και με έκανε να αγαπήσω το θέατρο».
Ντεμπουτάρει το 1979 – «τώρα, θα βγαίνει κανονικά η ηλικία μου»… και
γελάμε πολύ – στην Θεσσαλονίκη: Πουκ στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του
Σαίξπηρ – εναρκτήρια παράσταση της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» όπου θα
μείνει τα πρώτα χρόνια. Ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα που την καθηλώνει για
ενάμιση χρόνο και κατόπιν η Μάγια Λυμπεροπούλου την καλεί να κατεβεί στην
Αθήνα, όταν ο Κώστας Αρζόγλου ιδρύει το «Αεικίνητο» όπου ο Γιώργος
Σεβαστίκογλου ανεβάζει τους «Αλλοπαρμένους». «Ελεύθερη Σκηνή», Εθνικό,
εκπομπές ως παραγωγός στο ραδιόφωνο, με την Μάγια Λυμπεροπούλου και πάλι – στο
ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας αυτή τη φορά -, «Αμόρε»…
«Να σκηνοθετήσω στον κινηματογράφο: αυτό συνέχιζε να είναι το όνειρό μου. Με
έπνιγε. Αδύνατον να πραγματοποιηθεί όμως. Σκέφτηκα ότι αν δεν κάνω κάτι με τη
σκηνοθεσία το όνειρο θα γίνει δηλητήριο. Και σκέφτηκα να σκηνοθετήσω στο
θέατρο».
H πρώτη της παράσταση, στον «Φούρνο»: «Ερωτικές επιστολές Πορτογαλίδας
μοναχής». Την Μεγάλη Εβδομάδα του ’95.
«Από τα έργα ξεκινώ. Αλλά αν δεν βρω το “με ποιον”, πώς θα τα κάνω; Όπως κι αν
δεν βρω τις κατάλληλες συνθήκες παραγωγής. Είμαι τυχερή γιατί έχω κάνει έργα
που ήταν καημοί. Αλλά τα πιο αγαπημένα μου, που τα διαβάζω και κλαίω, δεν τα
έχω κάνει. Γιατί δεν μπορώ να τα κάνω. Και νιώθω ότι δεν θα τα κάνω. Λόγω
συνθηκών. Πού θα κάνω ένα μεγάλο κλασικό κείμενο με τόσους ηθοποιούς;».
«Όσες φορές έκανα πρόταση, στην καλύτερη περίπτωση δεν μου απάντησαν καν».
Φωνή κοντραμπάσο, φυσιογνωμία εξωτική, με το γέλιο στο στόμα… Μιλούμε στο
σπίτι της στην Πλάκα και από την μπαλκονόπορτα βλέπω τον Παρθενώνα.
«Ανθρωποκεντρική σκηνοθέτρια» δηλώνει. «Πρώτα τα πρόσωπα των ηθοποιών
σκέφτομαι. Και σε κανένα δεν επιτρέπω, όσο κρατούν οι πρόβες, να μου πει: “Σ’
αυτόν δεν του πάει ο ρόλος”. Κάτι ακόμα: έχω αδυναμία στους μικρούς ρόλους.
Τους αισθάνομαι πάντα να κρύβουν τα μυστικά του έργου».
«Έχουμε πολύ υψηλού επιπέδου θέατρο στην Ελλάδα», επιμένει. «Γιατί υπάρχουν
κάποια “ψώνια” – ταλαντούχα “ψώνια”. Και έχουμε καταπληκτικό καλλιτεχνικό
δυναμικό – ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μουσικούς… Αλλά δουλεύουμε
με πολύ δύσκολες συνθήκες – σχεδόν τριτοκοσμικές. Μας βοηθάει βέβαια, ίσως,
αυτό… Γινόμαστε ευφάνταστοι, αντοχής, ξεπερνούμε προβλήματα… Αλλά θα
ήθελα, έτσι, για δείγμα, μια φορά έστω, να κάνω μια παράσταση με όλους τους
τεχνικούς όρους που απαιτεί…».
«Σκηνοθετώ τη Δασκάλα μου!»
«H “Φθινοπωρινή σονάτα” ξεκίνησε από ένα ζάπινγκ. Που έκανε ένα βράδυ στην
τηλεόραση ο σύντροφός μου. Έπεσε πάνω στην ταινία του Μπέργκμαν που παιζόταν
σε ένα κανάλι. Του λέω “άσ’ το εκεί”. Βλέπω το μονόλογο της Λιβ Ούλμαν και
λέω: “Μα αυτό είναι για την Όλια!”. Μετά μπαίνει η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και
σκέφτομαι: “H Μάγια!”. Πριν τελειώσει είχα πάρει τηλέφωνο στην Όλια, μετά στην
Μάγια. Αμέσως συμφώνησαν. H πιο εύκολη διανομή! Τους έκανα ένα δώρο και μου
έκαναν ένα δώρο. Καμιά σκέψη, εκείνη τη στιγμή, πώς θα την κάνω την παράσταση.
Ούτε πού θα την κάνω. Την ευχαριστήθηκα πολύ πάντως. Σαν συνάντηση περισσότερο
κι απ’ όσο σαν αποτέλεσμα. Συγκινήθηκα βαθιά στις πρόβες – να σκηνοθετώ τη
Μάγια Λυμπεροπούλου, τη Δασκάλα μου, την πνευματική μου μητέρα, και να είναι
τόσο ανοιχτή! Ήταν από αυτά που συμβαίνουν σπάνια».
INFO
«Φθινοπωρινή σονάτα» στο θέατρο «Άλμα» (Ακομινάτου 15-17 – Αγίου Κωνσταντίνου,
τηλ. 210-5220.100) μέχρι 21 Μαΐου.

