Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξαγορά της τουρκικής τράπεζας FinansBank από την

Εθνική μπορεί να εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο, μπορεί να διακινδυνεύει τη μετοχική

σύνθεση της τράπεζας, αλλά ανταποκρίνεται στην ανάγκη εξωστρέφειας του

ελληνικού τραπεζικού συστήματος και, κατά τούτο, ορθά χαιρετίστηκε ως

επενδυτική κίνηση.

Όμως, μια παρόμοιας εμβέλειας κίνηση έπρεπε να αντιμετωπισθεί από την

κυβέρνηση ως τμήμα της οικονομικής διπλωματίας στο συνολικό πλαίσιο των

ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στη δύσκολη περίοδο που διέρχεται η τουρκική οικονομία, η κίνηση της Εθνικής

είναι ένα δώρο του κ. Καραμανλή στον κ. Ερντογάν.

Αυτό δεν θα ήταν αρνητικό, εάν ανταποκρινόταν στην αρχή της ανταποδοτικότητας,

όπως επιτάσσει η λογική των διεθνών σχέσεων.

Όμως, ο κ. Καραμανλής απεμπόλησε, το 2004, το Ελσίνκι, χαρίζοντας στην Τουρκία

τη δωρεάν έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τώρα, έρχεται το

«πανωπροίκι» με την αιμοδοσία της Εθνικής σε μια επένδυση, που δεν μπορεί να

αποσυναρτηθεί από το συνολικό πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ως σήμερα, δεν είναι ορατό κανένα αντάλλαγμα έναντι της διετίας παροχών του κ.

Καραμανλή προς την Τουρκία. H στάση της Τουρκίας στο casus belli, στο

Κυπριακό, στο Πατριαρχείο, στη Χάλκη παραμένει αναλλοίωτη και προκλητική.

Προφανώς, η κυβέρνηση δεν διεκδικεί τίποτα διμερώς, επαφιέμενη στον αυτόματο

πιλότο της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας.

Δεν κατάλαβε, όμως, ακόμα ο κ. Καραμανλής, ότι ο ευρωπαϊκός αυτοματισμός δεν

περιλαμβάνει αυτονοήτως την ελληνική «ατζέντα»; Και ακόμα χειρότερο, δεν

υποψιάζεται – πια – ότι ούτε η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι δεδομένη,

ούτε, ενδεχομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση του σήμερα θα είναι ίδια και αύριο;

Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση της Εθνικής είναι – πολιτικά – ένα «δούναι» με

αμφίβολο το «λαβείν».

Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι βουλευτής B’ Αθήνας του ΠΑΣΟΚ