H εξέγερση της Τζούντιθ Λεβάιν άρχισε ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 2004 στη

Νέα Υόρκη, μέσα σε ένα βαγόνι του Μετρό. Συγγνώμη! Παρακαλώ. Κατεβαίνετε;

Προχωρήστε! Εκείνο το ταξίδι ανάμεσα στις τσάντες, τις σακούλες, τα πακέτα,

ύστερα από ένα ολοήμερο shopping στο Μανχάταν, έκαναν την Τζούντιθ να πάρει

την απόφασή της.

H Τζούντιθ επέστρεψε στο σπίτι της «άρρωστη». Και κατέληξε σε μια απόφαση που,

αν την μιμηθούν και άλλοι, θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο καταστροφική για τον

δυτικό πολιτισμό ακόμη και από την τρομοκρατία: αποφάσισε να μην ξαναγοράσει

τίποτα, για να απεξαρτηθεί από τη μανία των αγορών.

Μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Πολ, ορκίστηκαν να μην ξαναγοράσουν τίποτα που

δεν θα τους ήταν απολύτως απαραίτητο για έναν ολόκληρο χρόνο. Θα έκαναν…

απεργία. Και κράτησαν τον όρκο τους. Κατέστρεψαν αμέσως τα πιο ύπουλα όπλα του

εχθρού: τις πιστωτικές κάρτες. Και αντί να βγαίνουν σε ταβέρνες, καλούσαν τους

φίλους τους στο σπίτι, που τους καλούσαν και αυτοί με τη σειρά τους στο δικό

τους. Έξοδοι, κομμένες.

Ο Γολγοθάς

Ήταν ένας καθημερινός Γολγοθάς μέσα σε μια κοινωνία που είναι βασισμένη στην

κατανάλωση του ανώφελου και του περιττού. Όμως, τα κατάφεραν και η Τζούντιθ τα

κατέγραψε όλα στο ημερολόγιό της, το οποίο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Ένας

χρόνος χωρίς ψώνια».

Όμως, να πάψει κανείς να αγοράζει πράγματα που άλλοι τα θεωρούν περιττά,

μπιχλιμπίδια, ψιλοπράγματα, από αυτά που ύστερα τα ξεχνάει στην ντουλάπα, δεν

είναι εύκολη υπόθεση. Ίσως πιο εύκολα μπορεί κανείς να κόψει το κάπνισμα ή το

ποτό. Συχνά, ψυχίατροι και ψυχολόγοι παρομοιάζουν αυτούς που είναι εθισμένοι

στα ψώνια με εκείνους που είναι εθισμένοι στο κάπνισμα ή το ποτό.

Όλα είναι περιττά και… τίποτα δεν είναι

H ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ στις ΗΠΑ ενθαρρύνεται από το κράτος. Όταν την 11η

Σεπτεμβρίου 2001 έγινε η επίθεση στην καρδιά του Μανχάταν, ο πρόεδρος Μπους

κάλεσε τους Νεοϋορκέζους να οπλιστούν με τις πιστωτικές τους κάρτες και να

ενισχύσουν με τις αγορές τους τη λαβωμένη πόλη. Άλλωστε, αυτό που λέμε

καταναλωτική δαπάνη είναι κάτι που το παρακολουθεί πάντα στενά κάθε κυβέρνηση.

Με το δίκιο της, κάποια στιγμή η κ. Λεβάιν άρχισε να νιώθει τύψεις. Τι άλλο

ήταν άραγε η απεργία που έκανε για έναν χρόνο από τα ψώνια εκτός από προδοσία;

Μα, το κυριότερο ήταν πως έπεσε σε κατάθλιψη. Δεν είναι εύκολο να παραιτείται

κανείς από το περιττό. Άλλωστε, τα όρια ανάμεσα στο περιττό και το χρήσιμο

ήταν πάντα δυσδιάκριτα. Όλα είναι περιττά και τίποτα δεν είναι.

Ανωτερότητα

Για ένα μεγάλο διάστημα, η Τζούντιθ Λεβάιν απολάμβανε το αίσθημα ανωτερότητας

που ένιωθε κάθε φορά που έμπαινε στο Μετρό, κοιτάζοντας τους άλλους

φορτωμένους με σακούλες με ψώνια. Ήταν το ίδιο αίσθημα που νιώθει ένας πρώην

καπνιστής όταν κοιτάζει έναν νυν να ρουφάει με πάθος το τσιγάρο του.

Όχι πως η ίδια δεν ένιωσε ποτέ τον πειρασμό. Εκμυστηρεύεται πως, όταν μια μέρα

πήρε στα χέρια της μια από τις πολλές πιστωτικές κάρτες που στέλνουν στα

σπίτια οι τράπεζες αναζητώντας πελατεία, ένιωσε ξαφνικά μια ακατανίκητη ανάγκη

να επιστρέψει στο πατριωτικό της καθήκον. Έβαλε την κάρτα στην τσάντα της και

έτρεξε στα μαγαζιά. Όμως, φτάνει ένα ποτηράκι, όπως ξέρουν οι αλκοολικοί, για

να ξαναπέσει κανείς στο βίτσιο. Πάντως, η Τζούντιθ Λεβάιν πρόλαβε να γράψει

ένα βιβλίο για την εμπειρία της, το οποίο θα αγοράσουν πολλοί αναγνώστες. Οι

πιο πολλοί με πιστωτική κάρτα.