Με το αριστερό και μάλιστα το αμερικανικό μπαίνει η νέα κινηματογραφική

χρονιά. Αμ, τι νομίζετε; Όλα τέλειωσαν, όλα έσβησαν, όλοι ενσωματώθηκαν;

Μπορεί οι Έλληνες, οι Γάλλοι, οι Ευρωπαίοι να διάγουν τη μακαριότητά τους και

να ψάχνουν το εσωτερικό της ψυχής και της περισκελίδας τους, αλλά μερικοί

Αμερικανοί εξακολουθούν να σκέφτονται, να μάχονται, να παίρνουν το ρίσκο τους

και να ξαναβάζουν από την πίσω πόρτα την πολιτική, την ανθρωπιά, την

αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία. Ελάχιστοι θέλετε; Ελάχιστοι, λοιπόν. Αλλά είναι

αρκετοί. Με πρώτο και καλύτερο αυτή τη στιγμή τον Τζόρτζ Κλούνι. Πρωτοπορία το

Martini!

Μεταξύ 1953 και 1954. Όταν όλα τα σκίαζε η αντικομμουνιστική φοβέρα και

τα πλάκωνε του Τζο Μακάρθι η σκλαβιά. Μέσα στα σπλάχνα του CBS. Ο κεντρικός

αγωγός δημοσιογραφικών πληροφοριών του συστήματος και επιρροής εκατομμυρίων

θεατών. Τηρουμένων των αναλογιών, μεσούσης της Καραμανλοκρατίας της πρώτης

οκταετίας, μετά τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού και πάνω στη διαδικασία

ανοικοδόμησης της νέας Ελλάδας, με θεμέλιο το παρακράτος όλων των

κατασταλτικών και στρατιωτικών μηχανισμών. Μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό πολιτικό

πλαίσιο, όπου ακόμα και η δεκάρα υπέρ του ανατολικού μετώπου εθεωρείτο πράξη

αντιπατριωτική και σταλινική, μια χούφτα δημοσιογράφοι τηλεοπτικής εκπομπής

αποφασίζουν να αναμετρηθούν με το τέρας. Αρχισυντάκτης ο Φρεντ Φρέντλι (Τζορτζ

Κλούνι), παρουσιαστής ο ατσαλάκωτος, σιδερωμένος, φρεσκοξυρισμένος, ο κομψός

σαν λόρδος, καπνιστής μέγας, με το όνομα Έντουαρντ Μόροου (Ντέιβιντ Στράθερν).

Παραδίπλα ο ρεπόρτερ Τζο Γουέρσμπα (Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ), η Σέρλεϊ

Γουέρσμπα (Πατρίτσια Κλάρκσον) και δυο-τρεις άλλοι εκ των οποίων ο ένας

αριστερός και μέλος του ΚΚΗΠΑ. Τους αναφέρω ονομαστικά για να τους

αποτυπώσουμε κυρίως εμείς τους σιναφιού, ένοχοι, συνένοχοι, αμέτοχοι των

διαπλεκόμενων ημερών και των δημοσίων σχέσεων. Να τους μνημονεύουμε μπας και

συνέλθουμε.

«Καληνύχτα και καλή τύχη». H λιτή ερμηνεία του Ντέιβιντ Στράθερν θα

ανταμειφθεί με μια υποψηφιότητα Όσκαρ

Αφορμή για την αναμέτρηση μια μικρή είδηση. Μέσα στις δεκάδες που

έπεφταν στις τυπωμένες σελίδες εκείνων των ημερών. Αξιωματικός της πολεμικής

αεροπορίας με όνομα σερβικό απολύεται με συνοπτικές διαδικασίες λόγω υποψιών.

Ποιος το λέει αυτό; Ένας φάκελος απόρρητος, κρυφός. Κανείς κατήγορος δεν

αποκαλύπτει το περιεχόμενό του και κανείς δεν αναφέρει το ονοματολόγιο των

πηγών του. Έτσι επειδή δεν μας αρέσει η φάτσα του και δεν γουστάρουμε το όνομά

του. Ο Μόροου με την υποστήριξη του αρχισυντάκτη του, με όλη την ομάδα από

πίσω του, με ρίσκο να βρεθεί στον δρόμο από το αφεντικό του (Φρανκ Λανγκέλα),

ορθώνει το ανάστημά του και τολμάει μόνος εναντίον του Μακάρθι. H συνέχεια

μοιάζει με μάχη. Μέσα και έξω από το κανάλι. Το αφεντικό απειλητικό «Εγώ» τού

υπενθυμίζει «υπογράφω τις επιταγές σου». Το επιχείρημά του συνηθισμένο και

τυποποιημένο. Να κάνει αντικειμενικά τη δουλειά του. Δηλαδή, να αντιγράφει τις

κυβερνητικές ανακοινώσεις. Να μην παίρνει θέση. Απόσταση και ουδετερότητα.

Όμως, ο λεπτεπίλεπτος και εξωτερικά εύθραυστος Εντ Μόροου έχει αποφασίσει να

βάλει τον λαιμό του στην γκιλοτίνα του μακαρθισμού και του CBS. Και

προσκαλώντας τον Μακάρθι σε μια δημόσια αντιπαράθεση, του ρίχνει το γάντι. Ο

«αδιάφθορος» γερουσιαστής που με τις πλάτες του συστήματος και με τις δημόσιες

«ακροάσεις», που έμοιαζαν με στρατοδικεία χούντας, έστειλε στις φυλακές, στους

δρόμους, ακόμα και στον τάφο την αφρόκρεμα της δημόσιας ζωής των ΗΠΑ, αρπάζει

την ευκαιρία και αντί για συνέντευξη αρχίζει να διαβάζει ένα κατεβατό

κατηγοριών εναντίον του Μόροου ως συνοδοιπόρου του κόκκινου κινδύνου και του

Κρεμλίνου. H χύτρα βράζει και το καπάκι έτοιμο να εκτοξευτεί και κάποιον από

τους δύο να «πάρει»!

H πρώτη αρετή του Τζορτζ Κλούνι και του Γκραντ Χέσλοου – συνεργάτη του

στη δραματουργία του σεναρίου – είναι η… παρανομία. Ασπρόμαυρος ο

κινηματογράφος της εποχής, ασπρόμαυρη η μακαρθική ατμόσφαιρα, ασπρόμαυρα τα

αυθεντικά ντοκουμέντα, ασπρόμαυρη η ταινία, ασπρόμαυρη η παρανομία.

Ομοιογένεια περιεχομένου και αισθητικής και πληρότητα διαλεκτικής. H

μυθοπλασία να διαχέεται μέσα στα ντοκουμέντα και τα ντοκουμέντα να

ενσωματώνονται μέσα στην οπτική της ταινίας. H φωτογραφία του Ρόμπερτ Ελσγουίτ

αξίζει τουλάχιστον υποψηφιότητα Όσκαρ. Με δεδομένη την αισθητική, ασπρόμαυρη

πυκνότητα, ξεχύνεται, υπογείως και η πολυπρόσωπη ανάπτυξη της ιστορίας. Ο

Κλούνι στερεώνει το δημιούργημά του από παντού. Έτσι, παράνομος δεν είναι μόνο

ο Μόροου, είναι και ο αρχισυντάκτης του, όλοι οι συνάδελφοί του. Παράνομο και

το ζεύγος Τζο και Σέρλεϊ Γουέρσμπα, αφού έχουν παραβιάσει το πρωτόκολλο

εργασίας που απαγορεύει τους γάμους ανάμεσα σε εργαζομένους του καναλιού.

Παράνομος και ο Ντον, ο αριστερός που μέσα στο αδιέξοδό του και για να

αποφύγει την καταδίκη του αυτοκτονεί. Όλοι λειτουργούν σε συνθήκες παρανομίας.

Ο ηρωισμός του Μόροου δεν είναι μοναδικός και ο ίδιος δεν είναι τόσο μυθικός.

Είναι ζήτημα συνείδησης. Γιατί παιδιά χωρίς έλεγχο της εξουσίας δεν υπάρχει

δημοσιογραφία. Στοιχειώδες!

Με τόλμη και ασφυκτικά πλάνα

Τζόρτζ Κλούνι: και γοητευτικός και σταρ και μάγκας και τολμηρός και μαχητικός!

H δεύτερη αρετή του Κλούνι είναι η… ασφυξία. Λογικό. Παρανομία σημαίνει

δωμάτιο δύο επί δύο. Ο χώρος τόσος δα, τα δημοσιογραφικά γραφεία το ένα πάνω

στο άλλο, τα πρόσωπα σχεδόν «αγκαλιά», τα πλαναρίσματα σφικτά. Εξαιρετικό.

Περίπου σαν γιάφκα μέσα σε καπνούς τσιγάρων και σιωπές που φωνάζουν. Ακόμα,

επακόλουθο της παρανομίας, η τηλεοπτική οθόνη. Και αυτή διαστάσεων ασφυξίας. H

Αμερική να πνίγεται από την έλλειψη δημοκρατίας. Οι δημοσιογράφοι (εκπρόσωποι

της κοινωνίας) να «πνίγονται» στη δική τους παρανομία. Μικροί χώροι, μικροί

ήρωες μιας τεράστιας χώρας. Εξαιρετικό!

H τρίτη και μεγαλύτερη αρετή του Τζορτζ Κλούνι είναι η τόλμη του. Απροσμέτρητη

και απύθμενη. Βάλτε τα στη σειρά. Ταινία χωρίς χρώμα. Ταινία χωρίς μεγάλα

ονόματα. Ταινία χωρίς «κρεβάτι». Ταινία χωρίς γαργαλιστικά θηλυκά. Ταινία

χωρίς αστυνομικό θρίλερ και ίχνος εξωτερικής δράσης. Ταινία χωρίς κανένα

εμπορικό αβαντάζ. Ταινία χωρίς τον ίδιο γόη, αντιθέτως με προγουλάκι, γυαλιά

και κάμποσα κιλά. Ταινία κόντρα στο πολιτικώς ορθό και χωρίς να υποκλίνεται,

έστω ν’ ακολουθεί κάπου στο βάθος τον συρμό. E, πώς να το κάνουμε είναι

μαγκιά. Τζορτζ να είσαι βέβαιος θα το δω τουλάχιστον για μια ακόμα φορά!



Κίρα Νάιτλι, το αστέρι του 2006

Γίνεται σε αδιάφορη ταινία να εκτοξεύεται η πρωταγωνίστρια στα ύψη; Γίνεται

«λέει» η Βρετανίδα Κίρα Νάιτλι, το κορίτσι με την απέραντη λάμψη, την ανείπωτη

ομορφιά και την καθηλωτική ερμηνεία που μετατρέπει ένα δράμα εποχής σε

μοντέρνα μαγκιά. Έτσι λόγω Νάιτλι διασώζεται και ο σκηνοθέτης Τζο Ράιτ, που

διεκπεραιώνει το «Pride and prejudice» (Περηφάνια και προκατάληψη) ένα από τα

πιο πολυδιαβασμένα κοινωνικά ρομάντζα της Τζέιν Όστεν και της αγγλοσαξονικής

λογοτεχνίας!

Το στόρι προχωρημένο για την εποχή του (τέλος του 18ου αιώνα), μοιάζει με

αόρατη σφαλιάρα στον σβέρκο του συνηθισμένου μελοδραματικού ρομάντζου. H

δεύτερη θυγατέρα παντρειάς, από τα πέντε κορίτσια μιας μικροαστικής

οικογένειας, αν και ερωτευμένη μέχρι λιποθυμίας με γοητευτικό νεαρό, προύχοντα

της καλής κοινωνίας, φυλακίζει τα αισθήματά της, υπονομεύει το μέλλον της και

με ένα ηχηρό «όχι» κολλάει στον τοίχο τον καλό της καρδιάς της. Εκείνος με την

ταξική προκατάληψη, εκείνη με την ταξική περηφάνια. Το έγκλημά του διπλό. Από

τη μια χλευάζει τη μητέρα της (Μπρέντα Μπλέθιν) και από την άλλη συκοφαντεί

την αδελφή της (Ρόζμουντ Πάικ). Έτσι ένα μικρό, ασήμαντο, αδέκαρο πλάσμα

αφήνει σύξυλη την οικογένειά της, που από τον γάμο προσδοκούσε τα καλύτερά

της, αλλά και αδιάβαστη την αριστοκρατία. Όλα έχουν την τιμή τους εκτός από

τον έρωτα και τον θάνατο!

«Περηφάνια και προκατάληψη». Κίρα Νάιτλι, το αστέρι του 2006

Το πρώτο ημίωρο μοιάζει με χοροδιδασκαλείο και βεστιάριο του Ολντ Βικ.

Ατελείωτη, θορυβώδης παρέλαση κοινωνικών συναθροίσεων και γιγαντιαία πασαρέλα

κοστουμιών. Ο σκηνοθέτης εξαφανίζει την ουσία και καταπιάνεται με την

ιλουστρασιόν φωτογραφία. Κάτι σαν καρναβάλι των παλιών, καλών, βρετανικών,

ημερών. Στο δεύτερο ημίωρο – λόγω σεναρίου και χρονικής διάρκειας της ταινίας

– εκεί πάνω που περιγράφει τους χαρακτήρες, αρπάζεται από τα μαλλιά της

ηθογραφίας. Παλιό, σου λέει είναι, επομένως γραφικό. Κούνια που τον κούναγε. H

ώρα περνάει, τα κοριτσόπουλα κολυμπούν σε ωκεανούς ευτυχίας, τα παντρολογήματα

δίνουν και παίρνουν και πάνω στο φινάλε της πρώτης ώρας, εκεί που η κόντρα

ανάμεσα στην υπερήφανη Νάιτλι και τον προκατειλημμένο Μάθιου Μακφέιντεν

φουντώνει, η σκηνοθεσία συνέρχεται και η λάμψη της Κίρα τυφλώνει!

Διάβασα ότι ο βασιλικός θίασος William Shakespeare του Στράτφορντ

πραγματοποίησε δημοσκόπηση για την καλύτερη Ιουλιέτα ανάμεσα σε 2.000

θεατρόφιλους. H Νάιτλι έθεσε εκτός μάχης τρία top ονόματα: Κέιτ Γουίνσλετ,

Νικόλ Κίντμαν, Σκάρλετ Γιόχανσον. Συμφωνώ και επαυξάνω. Κάθε σπίθα της ανάβει

φωτιά. Κάθε εμφάνισή της εκτοπίζει τους πάντες από μπροστά. Κάθε λέξη της και

μια πιρουέτα στην καρδιά. Γεννημένη και προορισμένη σταρ. Με τέτοια προσόντα,

με καλές επιλογές και με ελάχιστη τύχη όλες θα τις σβήσει!



Εφτά υπέροχοι από την Κίνα

Όπως αντιγράφουν τα πάντα, από τα παιχνίδια και την τεχνολογία μέχρι τα SUV

της ιαπωνικής και ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. Έτσι ακριβώς και στο

σινεμά. H Κίνα, διά μέσου του σκηνοθέτη Τσούι Χαρκ νεκρανασταίνει τους «7

υπέροχους» των Αμερικανών, αντίγραφο και αυτό του ιαπωνικού «7 Σαμουράι» του

Ακίρα Κουροσάβα και κατασκευάζει μια από τις πιο δαπανηρές υπερ-παραγωγές όλων

των δικών της εποχών με τον τίτλο «7 Swords», δηλαδή εφτά σπαθιά. Εξαγώγιμο

προϊόν για θεατές με εξωτικές προτιμήσεις, εθισμένους στην εναέρια δράση και

την ασταμάτητη βία!

H αντιγραφή της αντιγραφής. Επομένως το σενάριο και η ουσία ουδεμία σημασία.

Απλώς ως αφορμή για 155 λεπτά χορταστικής περιπέτειας. Έχουμε λοιπόν. Κάπου

στις αρχές του 17ου αιώνα επί Δυναστείας Τσινγκ, εφτά βιρτουόζοι των πολεμικών

τεχνών με την επωνυμία «7 σπαθιά» ενώνουν τις δυνάμεις τους κόντρα στην

ανελέητη κεντρική εξουσία για τη σωτηρία του τελευταίου οχυρού πριν πέσει και

αυτό στα χέρια της νέας κυβέρνησης, που μοναδική της επιθυμία είναι ο απόλυτος

έλεγχος ολόκληρης της επικράτειας της Κίνας. Με άλλα λόγια ο Τσούι Χαρκ

τεντώνει τον μύθο των «7 Σαμουράι» στα όρια μιας χώρας και μετατρέπει την

κόντρα ανάμεσα στα εφτά σπαθιά και τους κανίβαλους μισθοφόρους της κυβέρνησης

σε τιτανομαχία.

«7 σπαθιά». Το Χόλιγουντ της Κίνας στο διαπασών!

Από εκεί και κάτω τον λόγο έχουν οι τεχνίτες της κινέζικης κινηματογραφικής

βιομηχανίας. Δηλαδή τα κοστούμια είναι αυθεντικά (αν η ταινία έμπαινε στα

Όσκαρ ο Γιούν Γουίνγκ Παρκ θα κέρδιζε με το «καλημέρα»). Τα πολεμικά ευρήματα

σαρωτικά και διαβολικά. H φωτογραφία του Κέουνγκ Κουόκ-Μαν σε αφήνει χωρίς

λαλιά. Και η παραγωγή πετάει κάθε φετινή αμερικανική υπερ-παραγωγή στα

σκουπίδια. H κατάληξη τόσο χορταστική όσο και ένα εξουθενωτικό πασχαλινό

γεύμα. Πάνω στην ώρα αισθάνεσαι πως έχεις καταβροχθίσει μόνος σου ολόκληρο

αρνί. Προφανώς η μηχανή εξαφάνισε κάθε ίχνος λιτότητας και κινέζικης σοφίας!



Ελλάδα – Βρετανία ισοπαλία

Δύο ασήμαντες ταινίες εγχώριας παραγωγής υπό την σκιά της ασταμάτητης «Λούφας

και παραλλαγής», που εντός των προσεχών ημερών «ακουμπάει» ένα εκατομμύριο

εισιτήρια.

«Ηθικόν ακμαιότατον» του Σταμάτη Τσαρουχά: Ουδεμία σχέση με «Γενναίους της

Σαμοθράκης» και «Εντιμότατους φίλους μου». Απλώς ένας πενηντάρης δικαστής

(Σάκης Μπουλάς), πάσχων από την παροιμιώδη ασθένεια των πλείστων αρσενικών

δηλαδή «μαμακούλης», ερωτεύεται πιτσιρίκα, αλλά το μυαλό του είναι

εξαφανισμένο σε μια μεγάλη τρύπα.


«Ηθικόν ακμαιότατον». Καρδιά χωρίς μυαλό

Εκ πρώτης όψεως χαριτωμένο και τρυφερό. Όμως, ο Τσαρουχάς αντί να εστιάσει τον

φακό του στον ήρωά του, χάνεται στα γραφικά στιγμιότυπα της παρέας των φίλων

του. Και αντί να επεξεργαστεί σκηνοθετικά την ιστορία του, ανακυκλώνει διαρκώς

την αμηχανία του. Να το πω πιο απλά; Έπληξα από τα πρώτα λεπτά!


«Μαραθώνιος» του Αντώνη Κόκκινου: Προπονητής μαραθωνοδρόμων πάνω στην…

εμμηνόπαυση των σαράντα και κάτι χρόνων, πιάνει την πρώτη, αφήνει τη δεύτερη,

τρέχει στην τρίτη, φλερτάρει με την τέταρτη και κοιμάται με την πέμπτη. Καλά

κρασιά!


«Μην το πεις… ούτε του παπά» (Keeping mum) του Νάιαλ Τζόνσον. Στα χέρια

του μακαρίτη Αλεξάντερ Μακέντρικ της αθάνατης υποδόριας σάτιρας «Lady killers»

(«H συμμορία των 5») θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε τρισχαριτωμένη μακάβρια

κομεντί. Όπου γηραιά κυρία (Μάγκι Σμιθ) καθ’ όλα σωστή, σοβαρή και αξιοπρεπής,

αλλά με μυαλό δολοφονικό, επιπέδου «Αρσενικό και παλιά δαντέλα», αναλαμβάνει

χρέη οικιακής βοηθού ενός γραφικού πάστορα (Ρόουαν Άτκινσον), η σύζυγος του

οποίου (Κριστίν Σκοτ Τόμας) ετοιμάζει τα μπογαλάκια της να την κοπανήσει στις

Μπαχάμες αγκαλιά με ξεπεσμένο παιδαρά (Πάτρικ Σουέιζι). Παρά τις προσπάθειές

μου, πάνω στο ημίωρο εγκατέλειψα!



Τα Oscar της εβδομάδας

Καλύτερης ταινίας: «Καληνύχτα και καλή τύχη»

Σκηνοθεσίας: Τζορτζ Κλούνι (good luck)

Ερμηνείας: Ντέιβιντ Στράθερν (lucky man)

Shining star: Κίρα Νάιτλι «Περηφάνια και προκατάληψη»

Πολεμικών τεχνών: «7 σπαθιά»

Άμυαλης καρδιάς: «Ηθικόν ακμαιότατον»

Κορίτσια, ο Μπάρκουλης: «Μαραθώνιος»