|
|
|
|
Πόσα αντισεισμικά μυστικά κρύβουν τα θεμέλια, οι κίονες ή ακόμη και τα
αετώματα των αρχαίων ναών; «Πολλά μικρά και μεγαλύτερα», υποστηρίζουν οι
επιστήμονες, οι οποίοι προσπαθούν τις τελευταίες δεκαετίες να τα λύσουν,
αποδεικνύοντας πως οι αρχαίοι Έλληνες μηχανικοί, έστω και εμπειρικά, είχαν
βρει τρόπους προστασίας από τον τακτικό, ανεπιθύμητο «επισκέπτη» Εγκέλαδο.
«Οι αρχαίες κατασκευές είναι ένα είδος σεισμογράφου, που επιτρέπει στους
επιστήμονες να δουν πώς επιδρούν στα κτίρια οι διάφοροι σεισμοί. Αποτελούν
μεγάλους δασκάλους», υποστηρίζει ο καθηγητής Αντισεισμικής Προστασίας στο
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Παναγιώτης Καρύδης. «Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν
μυστικά που σήμερα προσπαθούμε να τ’ αποκωδικοποιήσουμε και να τα μεταφράσουμε
στη σύγχρονη τεχνική. Πιστεύω πως υπήρχαν άγραφοι, εμπειρικοί κανόνες, οι
οποίοι καθόριζαν πώς θα φτιάχνονταν κατασκευές που θα άντεχαν σε σεισμούς».
«Όσο εξοικειωνόμαστε με την ικανότητα των αρχαίων μνημείων να παραλαμβάνουν
στατικά και δυναμικά φορτία, συνειδητοποιούμε ότι οι διαστάσεις και οι
αναλογίες τους είναι αποτέλεσμα όχι μόνο συσσωρευμένης εμπειρίας, αλλά και
εξελιγμένης γνώσης. Τα προικίζει, δε, με σεισμική επάρκεια, που ικανοποιεί και
τις πιο αυστηρές απαιτήσεις των σύγχρονων αντισεισμικών κανονισμών», προσθέτει
ο καθηγητής Στατικής και Μηχανικής των Κατασκευών στο Πανεπιστήμιο Πατρών,
Νίκος Μακρής.
«H πολύ καλή ποιότητα κατασκευής είναι το κλειδί για την αντισεισμική
συμπεριφορά των αρχαίων μνημείων», επισημαίνει ο πολιτικός μηχανικός και ένας
εκ των μελετητών των μνημείων της Ακρόπολης, Κωνσταντίνος Ζάμπας. Και αυτό
διότι οι αρχαίοι μηχανικοί «γνώριζαν τα διάφορα προβλήματα – όπως τις δυνάμεις
που ασκούνται από το βάρος της στέγης, τις πιθανές υποχωρήσεις του θεμελίου,
τις μεταβολές της θερμοκρασίας και του σεισμού – αν και τα αντιμετώπιζαν χωρίς
ειδικούς υπολογισμούς».
Γιατί λοιπόν άντεξαν στα χτυπήματα του Εγκέλαδου ο Παρθενώνας, το Ηφαιστείο
(Θησείο), ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος
στη Φιγαλία ή ο κατά 100 χρόνια παλαιότερος ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο,
έστω και εν μέρει, στην πιο σεισμογενή χώρα της Ευρώπης, την Ελλάδα;
Πρωταρχικό ρόλο έπαιζαν «η καλή επαφή των λίθων και οι καλές συνδέσεις με
σιδερένιους συνδέσμους που τους έντυναν με μολύβι», η αντοχή των υλικών καθώς
«μεγάλες μηχανικές τάσεις συγκεντρώνονται σ’ ένα σημείο. Το μάρμαρο είναι, για
παράδειγμα, πολύ ανθεκτικότερο από ό,τι ο κοχυλιάτης λίθος ή ο ασβεστόλιθος»,
εκτιμά ο κ. Ζάμπας. Και αν τα παραπάνω αποτελούσαν απλώς τις βασικές αρχές,
όλα δείχνουν πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο στην κατασκευή ενός αρχαίου ναού. «Στα
θεμέλια, για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν ελαστικά υλικά (π.χ. μαλακός βράχος ή
επάλληλες στρώσεις από δέρματα ζώων), που απορροφούσαν πολύ περισσότερο τις
σεισμικές δονήσεις από ό,τι αν χρησιμοποιούσαν σκληρά υλικά, όπως το μάρμαρο,
ή υλικά που συμπεριφέρονται όπως το τσιμέντο», σημειώνει ο κ. Καρύδης.
Κομβικό ρόλο στην αντισεισμική προστασία ενός μνημείου διαδραμάτιζαν οι
κίονες. «Οι “ψηλόλιγνοι” είναι κατά πολύ πιο ευσταθείς από τους
“κοντόχοντρους”, παρά τη διαίσθηση των περισσοτέρων, διότι μεταξύ δύο κιόνων
με τον ίδιο λόγο ύψους προς βάση, ο μεγαλύτερος είναι ευσταθέστερος γιατί έχει
μικρότερη έφεση ν’ ανασηκωθεί», εξηγεί ο κ. Μακρής, ο οποίος θέτει και μια
άλλη παράμετρο του θέματος. Ποιος ήταν σταθερότερος; Ένας μονολιθικός
(μονοκόμματος) κίονας ή ένας σπονδυλωτός;
«Είναι γεγονός πως όταν ο κίονας λικνίζεται δεξιά – αριστερά την ώρα του
σεισμού, οι αρμοί ανάμεσα στους σπονδύλους βοηθούν στην απορρόφηση ενέργειας.
Ο αρχαιολόγος καθηγητής Στίβεν Μίλερ υποστηρίζει ότι ακόμη και η λέξη
σπόνδυλος που χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι για να ονομάσουν τα λίθινα τύμπανα,
επιλέχθηκε εσκεμμένα, προκειμένου να εκφράσει την ευστάθεια που έχει ο
πολυλιθικός κίονας σε αντιστοιχία με την ανθρώπινη σπονδυλική στήλη», τονίζει
ο κ. Μακρής. «Όμως, σίγουρα αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο
επέλεγαν να κατασκευάζουν σπονδυλωτούς κίονες και όχι μονολιθικούς, καθώς ήταν
και δύσκολο να βρουν στη φύση τόσο μεγάλα κομμάτια λίθου αλλά και δύσκολο να
τα μεταφέρουν στον χώρο», προσθέτει ο κ. Ζάμπας.
Ραβδώσεις με αντοχή
Το δικό τους αντισεισμικό μυστικό έκρυβαν οι ραβδώσεις στους αρχαίους κίονες-
που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν μόνο ότι συνέβαλαν στο παιχνίδι των
φωτοσκιάσεων. «Αν δεν υπήρχαν ραβδώσεις, ο κίονας θα έσπαγε πιο γρήγορα και
πιο εύκολα», εξηγεί ο καθηγητής Αντισεισμικής Προστασίας στο ΕΜΠ Παναγιώτης
Καρύδης. «Ένα πείραμα ανάμεσα σε δύο σπονδύλους από τα μνημεία της Επιδαύρου
ήταν αρκετό για ν’ αποδείξει και αυτή τη σημασία τους, όταν τους τοποθετήσαμε
στη σεισμική τράπεζα για να μελετήσουμε την οριζόντια μετακίνησή τους. Οι
αναλύσεις απέδειξαν πως οι ραβδώσεις είχαν την καλύτερη δυνατή συμπεριφορά
στον σεισμό.
Επιπλέον, δημιουργούν ευστάθεια. Φανταστείτε έναν κίονα στρογγυλό, χωρίς
ραβδώσεις. Θα είχε μόνο ένα σημείο έδρασης όταν θα ταλαντωνόταν κατά την
κάθετη διεύθυνση και θα έστριβε. Αντιθέτως, οι ραβδώσεις κατά την ταλάντωση
δημιουργούν ευστάθεια διότι ο κίονας πατά σε δύο διαφορετικά σημεία, στις
ακμές».
Ακόμη, «τα επιστύλια των αρχαίων ναών κρατούσαν την ισορροπία και διατηρούσαν
συνδεδεμένους τους κίονες». Τα αετώματα; «Παρ’ όλο που γενικά θεωρείται πως
όσο μεγαλύτερες μάζες υπάρχουν υψηλότερα τόσο μεγαλύτερα προβλήματα
παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια μιας σεισμικής δόνησης, στην περίπτωση των
αρχαίων ναών έπαιζαν ευεργετικό ρόλο, διότι λειτουργούσαν ως πλαίσιο που δεν
επέτρεπαν την ελεύθερη μετακίνηση των κιόνων».
Αν και έχουμε να μάθουμε πολλά ακόμη από τους αρχαίους, δεν πρέπει να ξεχνάμε
πως μιλάμε για μνημεία, για κατασκευές δηλαδή που εξ αρχής κατασκευάζονταν
ώστε ν’ αντέχουν στον χρόνο και τις φυσικές καταστροφές, καταλήγει ο κ.
Καρύδης.
Μεγαλύτερη «πληγή» ήταν ο άνθρωπος
Αν όμως, έστω και εμπειρικά, οι αρχαίοι μηχανικοί είχαν πάρει τα μέτρα τους
κατά των σεισμών, γιατί τελικά πολλά μνημεία – ο ναός του Διός στην αρχαία
Ολυμπία, το στάδιο και το γυμνάσιο της αρχαίας Μεσσήνης, ο ναός του Διός στη
Νεμέα είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα – καταστράφηκαν από τον
Εγκέλαδο; «Δεν είναι τεκμηριωμένο απολύτως ότι τα αρχαία μνημεία έπεσαν από
σεισμό», λέει στα «NEA» ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Ζάμπας. «Μπορεί ν’
αποτελεί το τελικό αίτιο, αλλά όχι απαραιτήτως και την κύρια αιτία. Δεν λέω
ότι ήταν άτρωτα ή πως δεν έπεσαν από σεισμό. Παίζει βασικό ρόλο, όμως, σε τι
φάση βρήκε ο σεισμός τα μνημεία, αλλά και η απόστασή τους από το επίκεντρο,
όπως και το βάθος του. Μπορεί να θεωρούμε μεγάλη πληγή τον σεισμό, ακόμη
μεγαλύτερη, όμως, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, που πολλές φορές πυρπόλησε ή
γκρέμισε μνημεία».
«Ωστόσο, μπορούμε ν’ αποφανθούμε για την εκτίμηση διαφορετικών σεισμών,
ανάλογα με τις ζημιές που προκάλεσαν», προσθέτει ο καθηγητής Παναγιώτης
Καρύδης. «Είναι βέβαια ριψοκίνδυνο να κάνουμε ακριβείς εκτιμήσεις, αλλά
μπορούμε να πούμε, για παράδειγμα, πως ο σεισμός που κατέστρεψε τον ναό του
Διός στην Ολυμπία ήταν μεγαλύτερος από τους σεισμούς του 1981 ή του 1999, με
δεδομένο πάντα πως το εν λόγω μνημείο δεν βρισκόταν στο επίκεντρο».

