Με πόση σιγουριά δηλώνει ο παραθεριστής πως το μόνο που θέλει είναι να

ξεκουραστεί. Να φύγει μακριά από την πόλη, να χουζουρέψει μες στην αγκαλιά της

φύσης. H φύση είναι όλο χάδια και νανουρίσματα. Έτσι τη θέλουν και τη

φαντάζονται οι υποψήφιοι «χρήστες» της. Περιποιητική, φτιαγμένη για να

προσφέρει κούρα μερικών εβδομάδων.

Αλλά μόλις βρεθούν μες στην πολυπόθητη αγκαλιά οι φιλοξενούμενοι

στριφογυρίζουν άβολα. Όσα κελαηδίσματα και κελαρύσματα και ν’ ακούσουν, μένουν

με την εντύπωση πως αυτό που τους δίνεται δεν είναι αυτό ακριβώς που

χρειάζονται.

Μοιραία κατάληξη, αφού βρέθηκαν στην εξοχή νομίζοντας πως είναι κατάκοποι.

Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Το αίσθημα ατονίας που κυριεύει τον

κάτοικο της μεγαλούπολης οφείλεται στο ότι σωρεύεται μέσα του πολλή, αξόδευτη,

ενέργεια. Αυτό τον κουράζει. Το ότι στη διάρκεια του χειμώνα δεν παίρνει μέρος

παρά σε μια ατέλειωτη σειρά από αψιμαχίες. Ποτέ δεν μάχεται, δεν συγκρούεται

πραγματικά, δεν δίνει λύσεις στα προβλήματα που τον κυκλώνουν. Μέρες γεμάτες

μικροδιενέξεις και μικροσυμβιβασμούς. Πολύ σπάνια έρχονται έτσι τα πράγματα

ώστε να πρέπει κανείς να σφίξει τα δόντια, νιώθοντας να περνά από τη ράχη του

η ανατριχίλα μιας κρίσιμης απόφασης.

Έτσι τελειώνει ο χειμώνας. Με πράξεις που δεν έγιναν, μ’ ένα σφρίγος που δεν

αποδείχτηκε πως υπάρχει. Είμαστε εξουθενωμένοι από αναβολές και υπεκφυγές. Και

το καλοκαίρι το περιμένουμε για να ξεπλύνει τα όσα υποστήκαμε από την απραξία.

Άκαιρο επομένως το αίτημα για ανάπαυση. Θα ‘πρεπε κανείς να ζητάει το

αντίθετο. Να είναι γι’ αυτόν η φύση ένα πεδίο προκλήσεων που θα τον υποχρεώνει

σε μια νέα ενεργητικότητα.

Αντί να μιλάει λοιπόν κανείς διαρκώς για «χαλάρωση», ας δοκιμάσει να απαντήσει

στις προκλήσεις των στοιχείων. Ο άνεμος, η κάψα, το κύμα είναι απέναντι. Δεν

καταφεύγουμε σ’ ένα απάνεμο, σκιερό μέρος για να προφυλαχτούμε από τους

κινδύνους. Προτιμάμε να βάλουμε σε δοκιμασία τα πόδια και τα χέρια μας, την

ψυχή που ανυπομονεί να ζήσει μέσα σ’ ένα σώμα πιο τολμηρό.

Γι’ αυτό ευπρόσδεκτα ας είναι η σφήκα, ο σκορπιός, η τσούχτρα, το φίδι. Μας

πετάνε το πολύχρωμο γάντι τους κι εμείς αποδεχόμαστε τον αγώνα. Αγαπάμε το

κεντρί καθώς το αντιμετωπίζουμε. Αναγνωρίζουμε πόσο ευεργετικό είναι να

έρχεται το αγριεμένο κύμα με τις απειλές του. Αν κουμαντάρει κάποιος σωστά το

κορμί του, θα κερδίσει μια νίκη για την οποία μπορεί να υπερηφανεύεται. Μικρή

ικανοποίηση, αλλά απαραίτητη. Γιατί αυτό που λείπει πιο πολύ από τη ζωή στην

πόλη είναι το αίσθημα της υπερηφάνειας. Το να αντιμετωπίζεις τα αντίξοα με τον

τρόπο που πρέπει, το να υψώνεις τον εαυτό σου πάνω από το επίπεδο της

συνήθειας και των απλών ανακλαστικών της άμυνας.

Όχι πια άμυνα, ούτε και επίθεση. Μόνο ενεργητικότητα που ανιχνεύει, που δεν

διστάζει να παίρνει μαθήματα. Πολλοί οι τρόποι να αναπτυχθεί. Ο δεινός

κολυμβητής εξασκεί πάνω στο θυμωμένο νερό τη θέλησή του για ισχύ. Θέληση που

πηγαίνει κόντρα στο πιο διαλυτικό στοιχείο, ζητώντας να δαμάσει το κύμα και να

σταθεί στην αφρίζουσα επιφάνεια. Ορθά έχουν πει πως είναι μια κίνηση

παιδιάστικη και ταυτόχρονα σημαδεμένη από το όνειρο του υπερανθρώπου.

Όμως μπορεί κάποιος άλλος να βάλει διαφορετικά στοιχήματα. Μια πορεία προς τις

βουνοκορφές. Σε πείσμα της ανηφόρας ο οδοιπόρος, έχοντας για μόνα στηρίγματα

το ραβδί και την επιμονή του, ανεβαίνει όσο πιο ψηλά μπορεί. Σε κάθε στάση

παίρνει μια ανάσα επιβεβαίωσης. Και όταν φθάνει στο σημείο όπου μπορεί να έχει

μια αποκαλυπτική θέα προς τα κάτω, λυτρώνεται. Δεν είναι επειδή βρίσκεται πάνω

απ’ τους άλλους. Είναι επειδή οι άνθρωποι, τα πράγματα και τα βάσανα εκεί

χαμηλά παίρνουν τις πραγματικές διαστάσεις τους. Γίνονται πάρα πολύ μικρά για

να μπορούν να ταπεινώσουν την ύπαρξη.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.