«Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες/ π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα

βήματά Του/ κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν/ κι όταν/

Αυτός τούς πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν/ κι όταν Αυτός δοξάστηκε

αυτοί στρέψαν τα μάτια/ (…)/ Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του

πλήθους».

Τον περασμένο Απρίλιο στο νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς

οργανώθηκε και η τελευταία εκδήλωση για τον ποιητή, με έκθεση χειρογράφων και

φωτογραφιών του και προβολή της εκπομπής από τη σειρά «Παρασκήνιο»

Εδώ και αρκετά χρόνια «το ματς της ζωής του είχε τελειώσει» – και «έπαιζε την

παράταση». H υγεία του όμως δεν άντεξε. Και χθες, ο θάνατος ήρθε να διαλύσει

την πολύχρονη δημόσια σιωπή του Μανόλη Αναγνωστάκη, παίρνοντας μαζί του έναν

από τους τελευταίους μεγάλους της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έναν

πολιτικο-κοινωνικό ποιητή, από τους αντιπροσωπευτικότερους, που βίωσε στο

πετσί του τα συλλογικά τραύματα του τόπου, υπερασπίστηκε μαχητικά τα ιδανικά

της ανανεωτικής Αριστεράς και τιμήθηκε, με μεγάλη καθυστέρηση, από την

Πολιτεία (Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1986 και Μεγάλο Κρατικό Βραβείο, 2002) και

από την Ακαδημία Αθηνών (2001).

Ο 80χρονος ποιητής μεταφέρθηκε προχθές στο νοσοκομείο «Αμαλία Φλέμινγκ»,

καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα, και

έσβησε χθες τα ξημερώματα. Κοντά του ώς την τελευταία στιγμή ήταν η γυναίκα

του, η κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια Νόρα Αναγνωστάκη, η αδελφή του,

θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη, ο γιος του Ανέστης και ο έμπιστος φίλος

του Γιώργος Ζεβελάκης.

Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα, είναι όλα

κι όλα 88 και γράφηκαν από το 1941 ώς το 1971. Εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια

είχε διακόψει την καθαρόαιμη ποιητική – δημιουργική δραστηριότητά του και

συνέχιζε τον ποιητικό του βίο, υπηρετώντας τα ιδανικά των νεανικών του χρόνων,

μέσα από μία πεισματική σιωπή. Μόνες εξαιρέσεις, τα μαχητικά άρθρα που έγραφε

μέχρι το 1978, όταν του το υπαγόρευαν κάποιες πιεστικές περιστασιακές ανάγκες.

Επίσης, η συγκέντρωση, το 1983, σε μια εκτός εμπορίου έκδοση 124 υστερογράφων

του, με φράσεις, λέξεις ή αποστροφές του. Και, το 1987, η σατιρική αποκαθήλωση

του εαυτού του και της σοβαρής ποίησης μέσω της εργοβιογραφίας του τρυφερού

και ερωτύλου ποιητή Μανούσου Φάσση, που δεν ήταν άλλος παρά το alter ego του.

Τέλος, το 1990 η «Χαμηλή φωνή», μια προσωπική ανθολογία του που είχε στόχο να

διασώσει παλαιότερα λυρικά ποιήματα ελασσόνων ποιητών.

H δημόσια σιωπή έμοιαζε πράγματι να είναι η τελευταία άμυνα του Αναγνωστάκη,

προκειμένου να διασώσει, όπως έλεγε ο Γ. Δάλλας, τα «φυλαχτά» του από κάθε

ιεροσυλία.

Τα τελευταία του ποιήματα, υπό τον γενικό τίτλο «Στόχος», ήταν και τα

πλέον πολιτικά – τα περισσότερα είχαν άλλωστε δημοσιευτεί το 1970 στην

αντιδικτατορική ομαδική έκδοση «Δεκαοχτώ κείμενα». Εκείνα τα χρόνια της

χούντας έγραψε και αυτοβιογραφικά σχόλια στο «Περιθώριο 68-69», που όμως

εκδόθηκε μια δεκαετία αργότερα. Ήδη βάραινε για κείνον η υποθήκη «Κι όχι

αυταπάτες προπαντός» από τον «Επίλογο» του «Στόχου», όταν κυκλοφόρησε χέρι

με χέρι στην αρχή (το 1983), και σε έκδοση του εμπορίου, αργότερα (το 1992),

το «Y.Γ.» (στο έργο) του.

Ένα βιβλίο που περιελάμβανε ποιητικές μονάδες οι οποίες ξέφευγαν από την

επίσημη σελίδα και αναδύονταν από τη θάλασσα της σιωπής του, για να

κυκλοφορήσουν σε έναν χώρο καινούργιο, ανοιχτό. Έμοιαζαν με τα συντρίμμια μιας

ζωής, τα ράκη μιας πραγματικότητας, η οποία παρελαύνει μπροστά μας, όπως

παρελαύνουν οι εικόνες μπροστά στα μάτια των μελλοθανάτων. «Ζω μισά»,

έγραφε εκεί ο Αναγνωστάκης ή «Θυμούμαι, άρα υπάρχω» ή ακόμα

«Δε θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους» ή «Δεν υπάρχει

πνευματικός ηρωισμός» και αναρωτιόταν «Όλα προς τι;». Το «Y.Γ.»

έκλεινε με το μονόστιχο «Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά…», αφήνοντας να

εννοηθεί ότι ο ποιητικός απολογισμός του Αναγνωστάκη συνεχιζόταν μέσα του.

Ο Αναγνωστάκης «δεν κυνηγά τις εικόνα όπως άλλοι ποιητές», λέει η Φρ.

Αμπατζοπούλου. «Οι εικόνες τον κυνηγάνε κι αυτός σχεδόν τις θυσιάζε. Γι’ αυτό

και από συλλογή σε συλλογή ο Αναγνωστάκης ήθελε να μιλά «Όλο και πιο γυμνά/

όλο και πιο άναρθρα / Όχι πια φράσεις/ όχι πια λέξεις/ Γραμμάτων σύμβολα/ Αντί

για την πόλη η πέτρα/ Αντί για το σώμα το νύχι. (Από τη συλλογή «Συνέχεια

3», 1962).

Μίλησε για την τραγική κρίση ταυτότητας

Θα ήταν λάθος ο Μανόλης Αναγνωστάκης να εγκλωβιστεί στην εικόνα του πολιτικού

ποιητή, καθώς η πολιτική διάσταση είναι μία μόνον από τις συντεταγμένες του

πολύσημου έργου του. Ενός έργου με υπαρξιακές ανησυχίες που, όσο εκφράζει την

κατοχική και μετεμφυλιακή εποχή, άλλο τόσο την ξεπερνά, παραμένοντας και

σήμερα ζωντανό και δραστικό. Ο Αναγνωστάκης «αντιμετωπίζει την ιδεολογική

παρακμή ως επιμέρους δραματική πτυχή μιας γενικότερης και τραγικής πτώσης»

λέει ο Νάσος Βαγενάς. Και ο B. Ορσίνα τονίζει ότι η ποίηση του Αναγνωστάκη

«μιλά για έναν κόσμο συγκλονισμένο από μια τραγική κρίση ταυτότητας». Μιλά

ακόμα η ποίησή του, για την τυραννία της μνήμης, την οδύνη της μοναξιάς, την

ερωτική επιθυμία ή την αίσθηση της φθοράς του ερωτικού αισθήματος. Π.χ.

χαρακτηριστικά στο «Y.Γ.», «Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε ν’ αγαπήσει»

ή «Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο τα χέρια της» ή

«Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο τής έσφιγγε ώρες τα χέρια»…

Όπως μάλιστα αφήνει να εννοηθεί ο ιστορικός της Λογοτεχνίας Αλέξανδρος

Αργυρίου (“M. Αναγνωστάκης: τα νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του”): από

το έργο του Αναγνωστάκη διαβάζουμε την εποχή του καλύτερα απ’ ό,τι στο έργο

των συνομηλίκων του, Πατρίκιου, Αλεξάνδρου, Βαλαωρίτη, Παπαδίτσα, Σαχτούρη,

Καρούζου, Φωκά. Επειδή ο κόσμος του είναι ο ολιγότερο περιχαρακωμένος και η

ένστασή του έχει δραματικό υπόβαθρο- πράγμα που δίνει στον αμφίσημο κριτικό

του λόγο, περισσότερες σημασίες.

«Μιλώ για τα τελευταία κουρέλια…»

Γνωστότερο ποίημά του παραμένει, κατά πάσα πιθανότητα, το «Μιλώ» «…

για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών/ Για τα τελευταία

κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα /(…)/ Για τις φλεγόμενες πόλεις τα

σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους/ τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις

νύχτες στα κατώφλια…».

Ένα ποίημα ελεγειακό και δραματικό που έγραψε στα 30 του (1955) και που πέρασε

αργότερα σε όλα τα χείλη όταν μελοποιήθηκε (μάλλον μεγαλόστομα, σαν εμβατήριο)

από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ένα ποίημα που μπορεί να διαβαστεί σαν ομολογία πίστης

προς τα ιδανικά της Αριστεράς παρά τις οδυνηρές εμπειρίες και μνήμες. Ένα

ποίημα που αναφέρεται ενδεχομένως στους «αιρετικούς» κομμουνιστές («μα πιο

πολύ μιλώ για τους ψαράδες…»), στους οποίους ανήκει και ο Αναγνωστάκης. Μην

ξεχνάμε ότι την άνοιξη του 1946, ενώ είχε φυλακιστεί για τη δράση του στην

Αντίσταση, τον είχαν αποβάλει από το Κομμουνιστικό Κόμμα κατηγορώντας τον σαν

«τροτσκιστή, οπορτουνιστή και ηττοπαθή». Και το 1949, ενώ είχε συλληφθεί για

παράνομη πολιτική δράση, τον είχαν διαγράψει από το κόμμα τις παραμονές της

δίκης του στο Στρατοδικείο, όπου και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ήταν μόλις 24

χρονών.

Ο Αναγνωστάκης δεν είχε αποκαλύψει τότε τη διαγραφή του, αλλά στα ποιήματα της

περιόδου εκείνης («Εποχές 3», «H συνέχεια») αμφισβητούσε ανοιχτά τη

διατεταγμένη κομματική αλήθεια και χλεύαζε τη θωράκιση και τη διάτρητη

ασφάλειά της. H ποινή του χαρίστηκε το 1951 οπότε και αποφυλακίστηκε. Λίγο

αργότερα, το 1959, μη διαθέτοντας πια πολιτική δίοδο για να μιλήσει, εξέδωσε

και διηύθυνε το αιρετικών θεωρητικών τάσεων περιοδικό «Κριτική», που τάραξε τα

πνευματικά νερά κατά τον σύντομο βίο του (ώς το 1961) και έφερε το ελληνικό

κοινό σε επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (χάρη στην

καθοριστική συμβολή της γυναίκας του, Νόρας ). Εκείνη την περίοδο, στις αρχές

του ’60, μεγάλη μερίδα της Κριτικής είχε χαρακτηρίσει τα έργα του, “ποίηση της

ήττας”, όμως εκείνος δεν παραδέχθηκε ποτέ τη γραμμική εξίσωση “ήττα του

κινήματος-ποίηση της ήττας”.

Στη δικτατορία άλλωστε, η ποίησή του πήρε και πάλι έναν στρατευμένο τόνο,

αντίστοιχο με κείνον που είχε στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης.

Χαρακτηριστικά, τα ποιήματα του «Στόχου» (1971) π.χ. οι στίχοι «Σαν πρόκες

πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ Να μην τις παίρνει ο άνεμος»

(«Ποιητική»).

Μανούσος, ο άγνωστος Μανόλης

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (εδώ με τη σύζυγό του Νόρα) απαντώντας στην υποθετική

ερώτηση «Τι είναι για σας η Ποίηση», είχε κατά καιρούς γράψει: «H ποίηση είναι

απόδειξη, όχι επίδειξη»

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε μέσα του τόσα αιρετικά στοιχεία, ώστε να

υπονομεύει και τον ίδιο του τον εαυτό. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, οι

φίλοι του γνώριζαν πως παράλληλα με τη σοβαρή ποίηση, καλλιεργούσε την τέχνη

των λογοπαίγνιων και της ρίμας σε σατιρικά στιχάκια του τύπου «είναι μια

γκόμενα που σκίζει / και που πολιτικώς τροτσκίζει» ή «Τουίγκη Τουίγκη

σε θέλω δίχως ξύγκι» ή «Πολιτική και λίγο σεξ / μας διαχωρίζουν απ’ το

ΕΞ» ή «Αντίκρυσα μια Ρήγισσα / και από τον πόθο ρίγησα». Λες και

επιθυμούσε να δηλώνει πως αντιστέκεται στην αβάσταχτη σοβαρότητα της ποιητικής

μονομανίας…

Κάποια στιγμή, ωστόσο, προφανώς όχι τυχαία, το 1987, αποφάσισε να φέρει στο

φως τον «άλλο» Αναγνωστάκη αποδίδοντας την δραστηριότητα αυτή σε ένα

φανταστικό πρόσωπο, τον Μανούσο Φάσση. Έτσι εξέδωσε το εικονοκλαστικό βιβλίο

«Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. H ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής

προσέγγισης. Δοκιμιακό σχεδίασμα». Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα σπαρταριστό

αυτοσχόλιο που υπονόμευε τη ρίμα, τη ρητορεία, την Ποίηση, την κοινωνία μας,

τους φιλολόγους, τους λογοτέχνες, κριτικούς και σοβαρούς αναγνώστες της

λογοτεχνίας. Πολλοί το απέρριψαν ωστόσο, θεωρώντας το αρνητικό για το ύφος και

την ποιητική του Αναγνωστάκη και άλλοι το αντιμετώπισαν αμήχανα. Ακόμα και

σήμερα, οι περισσότεροι διστάζουν να το εντάξουν στην συνολική προσφορά του.

Μαχητική αρθρογραφία

Πάθος και ήθος, επιθετικότητα και στοχαστικότητα, μαχητικότητα και ανθρώπινη

ζεστασιά χαρακτηρίζουν τον δοκιμιακό λόγο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ο ποιητής

υπήρξε μαχητικός στον πολιτικό του βίο και παρενέβαινε συστηματικά

(τουλάχιστον μέχρι το 1977) στην πάλη ενάντια στον δογματισμό για την

ανανέωση, μέσα από την Αριστερά και για την Αριστερά, με άρθρα

και σημειώματα (π.χ. στην «Επιθεώρηση Τέχνης») σχετικά με το πολιτικό,

κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο. Τα συγκεκριμένα άρθρα (υπήρξαν και άλλα

κατοπινά στην εφημερίδα «Αυγή») συγκεντρώθηκαν στον τόμο «Αντιδογματικά 1946 –

1977» (Εκδ. Στιγμή). Εκεί αναλύεται η ιστορία της μαρξιστικής προβληματικής

απέναντι στο φαινόμενο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η ιστορία της ελληνικής

μεταπολεμικής πολιτιστικής ζωής και η ιστορία της ελληνικής μεταπολεμικής ζωής

γενικότερα. Κι αν όμως τα άρθρα αυτά υπαγορεύτηκαν από συγκεκριμένες αφορμές

(π.χ. από το βιβλίο του Κώστα Κοτζιά «Επί εσχάτη προδοσία») δεν έχουν

παλιώσει, καθώς η βασική τους προβληματική βρίσκει και σήμερα εφαρμογές. Διότι

ο Αναγνωστάκης ήταν αντίθετος στη μηχανιστική αντίληψη πως η «σωστή

τοποθέτηση» στον πολιτικό τομέα παράγει αυτόματα σωστές τοποθετήσεις σε όλο το

φάσμα – κοινωνικό, πολιτιστικό κ.ο.κ. – του εποικοδομήματος.

«Μετουσίωσε τις πληγές»

Μίκης Θεοδωράκης: «Έφυγε ο τελευταίος από τους μεγάλους Ποιητές που

ένωσαν τη ζωή και το έργο τους με τους αγώνες και τα όνειρα του ελληνικού λαού

για ένα διαφορετικό μέλλον χωρίς καταναγκασμούς και αλλοτριώσεις, με ήθος,

μόρφωση και πολιτισμό. Σ’ αυτό το ευγενικό όραμα ο Μανώλης Αναγνωστάκης

θυσίασε τα καλλίτερα χρόνια της ζωής του. Αξιώθηκε όμως να μετουσιώσει τις

πληγές του σε μια μοναδική και εξαίσια Ποίηση που έγινε φάρος και οδηγός για

όσους ακολούθησαν».

Συλληπητήρια για τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη έστειλαν ο πρόεδρος της

Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού, ο

πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το KKE, ο ΣΥΝ, τα στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού κ.ά.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Είχε συνδέσει την τέχνη του με τη δράση

Γιατρός ακτινολόγος στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Αθήνα, μετεκπαιδευμένος

στη Βιέννη, ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε γεννηθεί το 1925. Ήταν είκοσι χρόνων

φοιτητής, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Εποχές». Πολιτικά

συνειδητοποιημένος από νωρίς, μέλος της ΕΠΟΝ, είχε γίνει αρχισυντάκτης στο

περιοδικό «Ξεκίνημα», που αποτέλεσε (το 1944) ένα από τα σημαντικότερα

περιοδικά νέων. Μία δεκαπενταετία αργότερα (1959-1961) θα εκδώσει το περιοδικό

«Κριτική». Παράλληλα δημοσιεύει τις συλλογές “Εποχές 1, 2,3,” και “H

Συνέχεια”, “H συνέχεια 2,3” και το 1970, μετά μια μακρά περίοδο ποιητικής

σιωπής και ενώ πολιτικά συντάσσεται πλέον με το KKE εσωτερικού, ο Αναγνωστάκης

συμμετέχει στην αντιδικτατορική έκδοση των «Δεκαοχτώ Κειμένων». Το 1971 ο

κύκλος της δημιουργικής ποιητικής παρουσίας του κλείνει με την έκδοση του

συγκεντρωτικού τόμου των ποιημάτων του 1941-1971. Για μια δεκαετία ακόμα ο

Αναγνωστάκης παρεμβαίνει δημόσια με τον πολιτικό του λόγο αρθρογραφώντας,

γράφει και εκδίδει τα αυτοβιογραφικά του σχόλια («Περιθώριο 68-69», «Y.Γ.»,

«Μανούσος Φάσσης») εκδίδει τα δοκίμιά του «Αντιδογματικά 1946-1977», διαβάζει

ποιήματά του για δίσκο της Lyra (1977), μετακομίζει στην Αθήνα μετά τους

σεισμούς και σταδιακά σιωπά. Κρατά μόνο τη συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο

«Νεφέλη» για την επανέκδοση κλασικών κειμένων της νεοελληνικής πεζογραφίας. Τα

τελευταία χρόνια η απομόνωσή του είχε γίνει εντονότερη. Παρακολουθούσε τα

πάντα, αλλά από το σπίτι του στην Πεύκη, όπου δεχόταν τους φίλους του και

έκανε μεγάλες συζητήσεις μαζί τους. Γιατί παρά τη δημόσια σιωπή του, η μοίρα

του τόπου του δεν έπαψε να τον πονά. Σαν να τον ακούμε ακόμα να ψιθυρίζει:

«Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε / καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / Μικροζημιές και

μικροκέρδη συμψηφίζοντας / Το θέμα είναι τώρα τι λες».