ΜΠΟΡΕΙ η Συνταγματική Συνθήκη που υπεγράφη το περασμένο φθινόπωρο στη Ρώμη

να μην αποτελεί πανάκεια για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.

Εξακολουθεί ωστόσο να αποτελεί ένα λειτουργικό κείμενο που μπόρεσε να χωρέσει

πολλές και διαφορετικές αντιλήψεις για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. H

ηχηρή απόρριψη της νέας Συνθήκης επιβάλλει εκ των πραγμάτων μία πιο ειλικρινή

παράθεση αυτών των απόψεων ώστε να διαφανεί αν και σε ποιο βαθμό είναι δυνατή

μία νέα σύνθεση. Τη συζήτηση αυτή αναμένουν όλοι από τους 25 ηγέτες σήμερα και

αύριο στις Βρυξέλλες, έχοντας τα βλέμματα στραμμένα κυρίως στον Τόνι Μπλερ.

Οι αιτίες για την αρνητική απήχηση του Ευρωσυντάγματος συμπυκνώνονται στο

τρίπτυχο οικονομική δυσπραγία – θολό πολιτικό μήνυμα – απουσία πολιτικής

ηγεσίας. Ο Βρετανός πρωθυπουργός μπορεί να έχει συνεισφέρει σημαντικά σε ιδέες

για να βγει η Ευρώπη από την οικονομική στασιμότητα και να επιτύχει σταδιακά

τους στόχους της Λισαβώνας ώστε να έχει κάποια τύχη αυτή ή οποιαδήποτε άλλη

Συνθήκη. Και είναι αποφασισμένος να ηγηθεί της συζήτησης για το ποιο κοινωνικό

μοντέλο είναι εφικτό στο νέο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Είναι επίσης

αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει το πολιτικό μήνυμα που απαντάει στο ερώτημα «Ποια

πολιτική Ευρώπη οικοδομείται;». Για τον λόγο αυτό ζήτησε η σημερινή συζήτηση

για το Ευρωσύνταγμα να συμπεριλάβει τις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ.

Αυτό που λείπει όμως από τον Τόνι Μπλερ για να αποκτήσει το ηθικό – και

συνεπώς πολιτικό – ανάστημα που απαιτεί ο ρόλος είναι η ενεργητική στράτευσή

του υπό τα ευρωπαϊκά χρώματα. Κι αυτό, δυστυχώς, δεν γίνεται από μία χώρα που

συμπαρέσυρε σε παράνομο πόλεμο τις νεοπαγείς δημοκρατίες της Ανατολικής

Ευρώπης. Ούτε από μία χώρα που, όντας η τρίτη πλουσιότερη στην E.E., αρνείται

από το 1984 μέχρι σήμερα να συμμετάσχει έμπρακτα στην οικονομική αλληλεγγύη

προς τους πιο αδύνατους εταίρους της.