Κατέβηκα από το τρόλεϊ με το στομάχι στα πρόθυρα έκρηξης: ένας γέρος μάς είχε

τρελάνει στις βρισιές, γιατί τον είχε ενοχλήσει μια Ελληνίδα που εξηγούσε σε

ένα μαύρο παιδάκι τι έβλεπαν από το παράθυρο. «Θα μας πάρουν τα σπίτια μας

αυτοί», άρχισε να φωνάζει μπροστά στο άναυδο νήπιο, «τι τους μιλάς, να τους

διώξουμε πρέπει, να τους κλω-τσάμε!». Και καθώς ερεθιζόταν με τις ίδιες τις

φωνές του, άφριζε και λύσσαγε, παραμορφώθηκε το πρόσωπό του, δυο-τρεις που του

είπαν «Μα το παιδί τι σε πειράζει, είναι ψυχούλα», αντί να τον βγάλουν έξω

σηκωτό, σώπασαν και περίμεναν να του περάσει, καλύπτοντας το κεφάλι τους από

τα σάλια. Τι να του πεις, ότι το σπίτι του θα το χάσει σε λίγο από τον

γερο-Χάρο, να γίνεις ρατσιστής με τα γηρατειά; Μπήκα άρρωστη στο σούπερ

μάρκετ. Στην ουρά του ταμείου στεκόταν μπροστά μου ένας άλλος γέρος.

Εμφανίστηκε μία νεαρή μητέρα μετανάστρια, με το σκούρο της νήπιο αγκαλιά. Της

έκανε νόημα να πάει μπροστά, να πάρει τη δική του θέση στην ουρά. Πήγε εκείνη.

Της κράτησε το καλάθι με τα ψώνια, να τη διευκολύνει, τα ακούμπησε ένα ένα στο

ταμείο, τη βοήθησε να βρει την τσάντα, συγκρατώντας το μικρό. Όλα αυτά χωρίς

λέξη, χωρίς καθόλου φιγούρα, σιωπηλά, διακριτικά, σαν κάτι αυτονόητο. Κανείς

δεν τον πρόσεξε στο μαγαζί, εκτός από εμένα, που το χρειαζόμουν τόσο, να

ηρεμήσω λίγο. Ήταν τόσο αλλιώτικος από τον γέρο του τρόλεϊ και φανταζόσουν

εύκολα ότι αλλιώτικα είχε ζήσει ολόκληρη τη ζωή του. Όμως, τι αδικία, τον

άλλον τον είχαν ακούσει σαράντα άτομα, ενώ ετούτον τον έβλεπε μόνο ένα.