Τα αμαρτήματα, όσον αφορά στους ταγούς της Εκκλησίας, δεν είναι τα αμαρτήματα

που πληροφορείται με ανοιχτό, δήθεν, το στόμα ο πολύς κόσμος. Είναι άλλα και

είναι σοβαρότερα από τα καταγγελλόμενα, γιατί είναι αμαρτήματα μιας

αδιατύπωτης και καθόλου τρέχουσας ηθικής τάξης. Μιας ηθικής τάξης πολύ

ουσιαστικότερης από οποιαδήποτε ερωτική συμπεριφορά ή επιλογή. Φτάνει κανείς

να ξέρει να διαβάζει και να συνδυάζει.

Όπως έγραψαν πρόσφατα «TA NEA», δίνοντας τις τιμές των ιερατικών αμφίων, «η

δεσποτική στολή η κεντημένη στο χέρι με ύφασμα πρώτης ποιότητας στοιχίζει

30.000-40.000 ευρώ». Παράλληλα, ανάμεσα στα μέτρα που εισηγήθηκε ο

Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος για την «πάταξη της διαφθοράς» είναι η λιτότητα

στην αρχιερατική αμφίεση. Αναρωτιέται κανείς αν θα άλλαζε η αμφίεση των

δεσποτάδων σε περίπτωση που δεν αποκαλύπτονταν τα ποικίλης υφής σκάνδαλα και

ποιο είναι το «ήθος» και το «ύφος» μιας αλλαγής που δεν θα προέκυπτε ως

ανάγκη, αν τα πράγματα παραμένανε ως είχαν. Φαίνεται αδιανόητο οι

εκκλησιαστικοί «ταγοί» να συμπεριφέρονται όπως πανικόβλητοι καθημερινοί

άνθρωποι που μπροστά στις αποκαλύψεις τα «μαζεύουν», προκειμένου να

διατηρήσουν την όποια τους «θεσούλα».

Μέσα σ’ έναν πάταγο, όπου ο καθένας προσθέτει καθημερινά το λιθαράκι του,

κινδυνεύει να ξεχαστεί μια πολύ απλή αλήθεια: «Μετατρέψατε τον οίκο του πατρός

μου σε οίκο εμπορίου», είπε ο Χριστός στους Γραμματείς και τους Φαρισαίους και

τους έδιωξε από τον Ναό. Αν η διαχείριση της συσσωρευμένης εκκλησιαστικής

περιουσίας, τα άμφια και οι μίτρες των εκατομμυρίων, τα πολυτελή αυτοκίνητα,

«το ένα δισεκατομμύριο εξακόσια εκατομμύρια για τα γεράματά μου» δεν είναι

οίκος εμπορίου, τότε θα πρέπει να ζητήσουμε όλοι μας γονυπετείς συγγνώμην από

τους ιεράρχες. Διαφορετικά οποιαδήποτε διατυμπανιζόμενη «κάθαρση» είναι μέσα

στο σχέδιο μιας σατανικά σχεδιασμένης εξαπάτησης, προκειμένου να κερδίζεται

χρόνος. Έτσι ώστε να μη γίνεται αντιληπτό πως μια αντιχριστιανικότατη και

απάνθρωπη πρακτική επιδιώκει να επενδύει καθημερινά πάνω στον Λόγο του

Χριστού.

Το να επιδιώκεται ν’ αποκαθίσταται όπως-όπως, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, το

τρωθέν «κύρος» εκκλησιαστικών ή μη προσώπων είναι μεγάλο λάθος. Το κύρος

αποκαθίσταται μόνο με τις πραγματικές θυσίες, που τις αποδέχονταν ανερώτητα οι

πρώτοι χριστιανοί ή οι πρώτοι κομμουνιστές. Ό,τι και να συμβεί, ο κόσμος και

στην εκκλησία θα πηγαίνει και το κεράκι του θα το ανάβει. Γιατί γνωρίζει μέσα

του ότι ο διάλογος με τους πεθαμένους του δεν έχει καμιά σχέση με την

εμπορευματοποίηση της ανάγκης του ή με την αντιμετώπισή του από τους

εκκλησιαστικούς ταγούς ως πελατείας.

Με λίγα λόγια αν υπήρχε μια σύμπνοια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις των

εκκλησιαστικών αρχόντων, τόσο σ’ αυτές που δημοσιοποιούνται όσο και σε κείνες

που δεν γίνονται γνωστές, ακόμη και με «στρινγκ» αν μάθαινε ο κόσμος ότι

κυκλοφορούν στα σπίτια τους δεν θα σκανδαλιζόταν. Μπορεί να καταπιεί και να

χωνέψει κανείς τα πάντα, φτάνει να μην του πουλά ο άλλος ότι δουλεύει για τη

«σωτηρία» του την ίδια στιγμή που τον έχει «γραμμένο».

Αν όμως φταίει σε κάτι και ο κόσμος, είναι που με την ανανεούμενη λυσσαλέα

διάθεσή του να πληροφορείται τα πάντα (μόνο και μόνο για να πληροφορείται),

ανανεώνει διαρκώς τις πιστώσεις σε κάθε είδους «ταγούς» προκειμένου ν’

ασχημονούν σε βάρος του. Και με το να μη φροντίζει να μαθαίνει παρά μόνον ό,τι

με ηχηρούς τρόπους γίνεται γνωστό, αγνοεί ακόμη και την ύπαρξη του πατέρα

Βασιλείου της Μονής Ιβήρων που η σιωπή του, τον καιρό αυτό της κρίσης,

«δηλώνει» πολύ ουσιαστικότερα πράγματα απ’ ό,τι καθημερινά εκτοξεύουν

λαλίστατοι απολογούμενοι ιεράρχες ή λάβροι επικριτές τους.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Λέξη».