Μετά τη δημοσιονομική «απογραφή», φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει

την αμέριμνη πορεία γνωριμίας της με την ελληνική οικονομία – με ακόμη μία

άσκηση. Σειρά έχει τώρα η «χαρτογράφηση» της αγοράς ως προϋπόθεση

αντιμετώπισης της ακρίβειας. Το ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός προχθές στη Βουλή.

Για μία κυβέρνηση οι απογραφές και οι χαρτογραφήσεις προφανώς δεν είναι

αυτοσκοπός. Μπορούν να τη βοηθήσουν είτε για να χαράξει κατευθύνσεις και να

κάνει επιλογές είτε για να «χειριστεί» την κοινή γνώμη – ή και για τα δύο

μαζί.

H μικροπολιτική χρήση της σειράς αυτής των ασκήσεων της κυβέρνησης Καραμανλή

είναι προφανής. Το «μεγάλο και δαπανηρό καλάθι» των προεκλογικών υποσχέσεων

πρέπει να αδειάσει σταδιακά. Οι ποικίλες και αντιφατικές «δεσμεύσεις» που θα

«τηρηθούν στο ακέραιο» θα πρέπει τώρα να αθετηθούν και μάλιστα όσο πιο ανώδυνα

γίνεται. Ένα είδος «στρίβειν διά του αρραβώνος» δρομολογείται. Και τέλος, αλλά

διόλου δευτερεύον, η βάση εκκίνησης και σύγκρισης των οικονομικών επιδόσεων

της νέας κυβέρνησης πρέπει να κατέβει.

Πέρα όμως από τις μικροπολιτικές επιδιώξεις, πόσο τροποποιούν τη γενική εικόνα

της πρόσφατης δεκαετούς ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας οι

επιχειρούμενες από την «απογραφή» – εντός πάντοτε της ευελιξίας που παρέχουν

οι κανόνες της Eurostat – λογιστικές αναταξινομήσεις, όταν μάλιστα δεν

φαίνεται να προσθέτουν ούτε ένα ευρώ στο ύψος του χρέους για το 2003; Και,

κυρίως, σε ποιες νέες ιδέες και στρατηγικές επιλογές για την οικονομία και την

ανάπτυξη από εδώ και μπρος οδηγεί η απογραφή; Μήπως, απλώς τείνει – για την

ώρα (;) τουλάχιστον – να υποκαταστήσει την παντελή έλλειψη ιδεών τής από καιρό

έτοιμης νέας διακυβέρνησης για το «τι να κάνουμε» στην οικονομία; Μήπως,

δηλαδή, η αρχική πολιτική απραξία της νέας κυβέρνησης – που ακόμη και σχετικά

φιλικές της δυνάμεις αρχίζουν να επισημαίνουν – δεν είναι και τόσο αρχική και

μια βίαιη προσαρμογή στην πραγματικότητα την (αλλά και μας) αναμένει στη

γωνία;

Ας έλθουμε όμως τώρα και στην ουσία του προβλήματος. Ποια ήταν η έως σήμερα

γενικότερη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και ποια είναι η πρόκληση που θα

αντιμετωπίσουμε από εδώ και μπρος;

Αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι σύμφωνα με όλες τις εκθέσεις αξιολόγησης

διεθνών οργανισμών, η ελληνική οικονομία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990

έως σήμερα – δηλαδή επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Κώστα Σημίτη – βελτιώνει σταθερά

και αισθητά τις επιδόσεις της και κυρίως μπαίνει σε μια νέα και μακρά

αναπτυξιακή τροχιά σύγκλισης με την ευρωπαϊκή οικονομία.

H οικονομία μας ανέβηκε κατηγορία. Και καμία απογραφή ή χαρτογράφηση δεν

μπορεί να παραβλέψει αυτήν τη μακρύτερης διάρκειας τάση.

Ποιο όμως είναι σήμερα το αναπτυξιακό στοίχημα που αντιμετωπίζει η ελληνική

οικονομία;

Έχοντας διανύσει αυτή την κοπιαστική ανοδική πορεία και παίζοντας πια στο

Champions League της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ελληνική οικονομία αρχίζει να

«λαχανιάζει». Παραδοσιακοί τομείς που στήριξαν την ανάπτυξη στη χώρα μας, με

χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τουρισμό και τη γεωργία, αρχίζουν να

«στομώνουν». Παραδοσιακές πρακτικές δοκιμάζονται. Αναδεικνύονται τα όρια των

στρατηγικών, των αντιλήψεων και των νοοτροπιών των οικονομικών υποκειμένων.

Μοιάζει να έχουμε φθάσει σε ένα αναπτυξιακό πλατό. Θα μπορέσουμε να

κρατηθούμε; Και κυρίως θα μπορέσουμε να ανεβούμε πιο πάνω;

H ανταγωνιστικότητα, εξάλλου, είναι συγκριτικό μέγεθος. Τρέχουμε εμείς, αλλά

τρέχουν και οι άλλοι. Κι εμείς πρέπει να τρέξουμε γρηγορότερα για να φθάσουμε

τους προπορευόμενους και να ξεφύγουμε από αυτούς που μας ακολουθούν, ενώ πλην

του ρυθμού ενδιαφέρει και η σύνθεση και η ποιότητα της ανάπτυξης.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι οι μεταρρυθμίσεις, ως διαδικασία, είναι πιο

δύσκολες από τις επαναστατικές ρητορείες και τις εύκολες προεκλογικές

«δεσμεύσεις». Απαιτούν συγκεκριμένο σχέδιο, πολιτικο-κοινωνικές συμμαχίες,

αλλά και ανατροπές με κατεστημένες νοοτροπίες, αδράνειες και ιδιοτελή

συμφέροντα διαφόρων τύπων. Απαιτούν επίσης την ενθάρρυνση της καινοτομίας και

της πρωτοβουλίας σε συνδυασμό με την αυξημένη αίσθηση του συλλογικού

συμφέροντος και την έγνοια για την κοινωνική συνοχή – ως ενός αναγκαίου

δομικού στοιχείου της ανάπτυξης. Και για όλα αυτά, πέρα από τις ιδέες,

χρειάζονται θεσμοί και στρατηγικές υλοποίησης. Άλλωστε, η υλοποίηση είναι η

δύσκολη πλευρά κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, όπου σημασία έχουν και οι

λεπτομέρειες, που αποτελούν κατά τους αγγλοσάξονες τη φωλιά του διαβόλου…

Με όλα τούτα τα δύσκολα ούτε προεκλογικά ούτε τώρα έχει ασχοληθεί ή/και

μιλήσει η Νέα Δημοκρατία. Κυρίως, όμως, δεν φαίνεται να την απασχολούν. Επειδή

δε, η περίοδος χάριτος κάποτε τελειώνει, έπεται η διαπίστωση πως είναι

«άνθρακας ο θησαυρός» και τότε η αντίδραση της κοινωνίας – σε όσους δεν

σήκωναν μύγα στο σπαθί της κριτικής τους πριν έλθουν στα πράγματα – γίνεται

πολύ σκληρή..

Στο πεδίο αυτό όμως θα δοκιμαστούν και το ΠΑΣΟΚ και η ευρύτερη Κεντροαριστερά.

Αν από τώρα μπει στη δύσκολη αλλά και χρήσιμη για τη χώρα και την παράταξη

προσπάθεια της δημιουργικής και δυναμικής αντιπολίτευσης, τότε υπάρχει ελπίς.

Σε κάθε περίπτωση, αν συνεχιστεί η σημερινή πολιτική προσέγγιση της οικονομίας

από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το πιο πιθανό είναι ότι στο τέλος του

δρόμου το προεκλογικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ θα μοιάζει με το γνωστό κλιντονικό του

1992. «It’ s the economy, stupid».

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ, διετέλεσε γενικός

γραμματέας Βιομηχανίας και ειδικός γραμματέας για την Κοινωνία της

Πληροφορίας.