Ένα πράγμα θυμάται μόνο η Σόνια που ζει στη Σεούλ από την ολιγοήμερη παραμονή

της στην Αθήνα: τον οδηγό ταξί που τη μετέφερε από το ξενοδοχείο της στο

αεροδρόμιο.

Καθώς την ακούω να διηγείται το περιστατικό, αναρωτιέμαι τι στο καλό μάς

φταίει και λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο.

Ζήτησε ταξί από το ξενοδοχείο. Περίμενε 40 λεπτά. Δεν ήρθε. Αναγκάστηκε να

βγει στον δρόμο. Σταμάτησε κάποιος. Από το ταξί η Σόνια τηλεφώνησε στο

ξενοδοχείο με το κινητό της, ώστε ένας υπάλληλος που καταλαβαίνει αγγλικά να

εξηγήσει σαφώς στον οδηγό ότι η πελάτισσά του θα χάσει την πτήση της αν δεν

βιαστεί, γιατί καθυστέρησε ήδη 40 λεπτά περιμένοντας. Ο οδηγός τα άκουσε όλα

αυτά και… πήρε δεύτερη κούρσα επίσης για αεροδρόμιο. Με μια διαφορά. H νέα

πελάτισσα ήθελε να περάσουν από το σπίτι της για να πάρει τη βαλίτσα.

H Σόνια ξανατηλεφώνησε στο ξενοδοχείο της για να πετύχει μια πειστικότερη

συνομιλία. Χωρίς αποτέλεσμα. Ο οδηγός είχε αρχίσει να βγαίνει από τον δρόμο

προς το αεροδρόμιο, για τη γειτονιά. H Κορεάτισσα φίλη μου, ως ύστατη λύση,

επέλεξε να φωνάξει στ’ αγγλικά «police, police». Και τότε ο οδηγός τη…

χτύπησε στο χέρι!

«Νομίζω ότι από εκείνη τη στιγμή μίσησα και την Ελλάδα και την Αθήνα και

όλους, αισθάνθηκα τόσο ανίσχυρη και ταπεινωμένη» λέει η Σόνια. Ο φόβος τής

αστυνομίας «έπιασε». Αναρωτιέμαι όμως πότε επιτέλους θα πιάσει αυτούς που

συμπεριφέρονται έτσι, όχι το φιλότιμο, αλλά τουλάχιστον ο στοιχειώδης

επαγγελματισμός. Όχι γιατί έρχεται το 2004. Αλλά γιατί κάποια στιγμή καιρός

είναι να λύσουμε τουλάχιστον τα αυτονόητα. Μετά, ας πάμε και στα άλλα.