«Δεν μπορώ να διαβάσω. Δεν μπορώ με τίποτα να συγκεντρωθώ» μου έλεγε την

περασμένη Κυριακή η κόρη ενός φίλου, που προετοιμάζεται για τις Πανελλήνιες

Εξετάσεις – η κόρη, όχι ο φίλος – και μου περιέγραφε αυτά που έχουμε περάσει

όλοι μας: «Διαβάζω μια σελίδα και όταν φτάσω στο τέλος της διαπιστώνω ότι δεν

ξέρω τι έχω διαβάσει. Κάθομαι να μελετήσω και στο πρώτο δεκάλεπτο σηκώνομαι

για το… ψυγείο, στο δεύτερο δεκάλεπτο πηγαίνω μια βόλτα από την τουαλέτα,

στο τρίτο δεκάλεπτο αισθάνομαι κουρασμένη και λέω στον εαυτό μου ότι

χρειάζομαι ένα διάλειμμα. Και μόλις αρχίσει το διάλειμμα με πιάνουν οι τύψεις.

Τι να κάνω; Πώς να το αντιμετωπίσω;».

«Μακάρι να ήξερα», της είπα, «τότε θα είχα μπει με την πρώτη και όχι με τη

δεύτερη φορά στο Πανεπιστήμιο. Την πρώτη χρονιά ακολούθησα τη δική σου πορεία.

Όχι ότι δεν ήθελα να πετύχω, αλλά, να, ταξίδευε το μυαλό μου αλλού… Όταν

όμως βγήκαν τα αποτελέσματα και είχα μείνει απ’ έξω, ζορίστηκα.

Συνειδητοποίησα τον χρόνο που είχα χάσει σε επισκέψεις στο… ψυγείο, σε

βόλτες στην… τουαλέτα και σε ατέλειωτα ταξίδια του μυαλού και μου ήρθε

κάπως… Εμένα, βλέπεις, οι τύψεις άργησαν να με πιάσουν. Άρα είσαι ήδη ένα

βήμα μπροστά. Θα σου έλεγα λοιπόν κόψε τα δεκάλεπτα και αντικατέστησέ τα με…

εικοσιτετράωρα από την ανάποδη! Δεν κάνω πλάκα. Κάνε αποχή από το διάβασμα και

ίσως από το σχολείο και το φροντιστήριο. Κόλλησε με το Σαββατοκύριακό σου μια

Παρασκευή ή μια Δευτέρα και ξόδεψε όλες τις ώρες του τριημέρου για ταξίδια του

νου και της φαντασίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρεις τι είναι εκείνο που σε

αποσυντονίζει. Βρες το και «καθάρισέ το», γιατί μόνο αν ησυχάσει η… ψυχούλα

σου θα αφεθεί απερίσπαστο να δουλέψει το μυαλό σου».