Ένας φωτογενής πόνος μπορεί να προσφέρει διαρκή τηλεοπτική παρουσία

παγιδεύοντας ακόμα και το θέαμα που τον χρησιμοποιεί

Το θέαμα συνεχίζεται, τα ερωτήματα επανατίθενται, η υπόθεση της αυτοκτονίας

της Ρουμπίνης Σταθέα παραμένει ένας εθνικός γρίφος. Και είναι φυσικό, καθώς η

συγκινησιακή φόρτιση είναι εξ ορισμού παραπλανητική, ο σεβασμός στη μνήμη

θέτει όρια στα όσα θα μπορούσαν ίσως να ειπωθούν, οι δαιδαλώδεις κρατικοί

μηχανισμοί δημιουργούν κενά και σκιές προσφιλείς σε ενθουσιώδεις τηλεοπτικούς

προβολείς, οι οποίοι ορμούν με πάθος να φωτίσουν, όπως πάντα, το μέρος, τη

στιγμή, ενώ ο τηλεοπτικός χρόνος επιβάλλει εκείνον τον ρυθμό του επείγοντος,

που δεν επιτρέπει ανάσες στη σκέψη και στην ψυχραιμία.

Έτσι παρακολουθούμε μια εντυπωσιακή ανακριτική διαδικασία σε απ’

ευθείας μετάδοση. Όλα όσα θα έπρεπε να αποτελούν ενέργειες ειδικών υπηρεσιών,

θεσμών του κράτους, των ανακριτικών και των ελεγκτικών αρχών, των δικαστικών,

διαδραματίζονται εκεί στη μικρή οθόνη, με τον ρόλο του «παράγοντα την

πρόκληση» να τον έχει αναλάβει «φύσει και θέσει» ο κ. Τζαβάρας. Ο σύζυγος που

με τον φωτογενή του πόνο, αλλά και την ιδιαίτερη γνώση των προσωπικών,

ιδιωτικών αντιδράσεων για τις δημόσιες αποφάσεις της Ρουμπίνης Σταθέα, έχει

εξασφαλίσει ιδανική θέση στο θέαμα. Και εκείνο, παγιδευμένο στην ίδια του τη

σκηνοθεσία, δεν μπορεί παρά να του την προσφέρει.

Είναι ο ιδανικός «αυτόπτης μάρτυρας» της σκιάς, που υποτίθεται

επιθυμούν να φωτίσουν οι τηλεοπτικές εκπομπές που ερευνούν. Το αποτέλεσμα

είναι ένα είδος δημόσιας ανάκρισης προσώπων, καθώς η τηλεοπτική σκηνοθεσία

απαιτεί απ’ ευθείας ερωτήσεις και απ’ ευθείας κατεπείγουσες απαντήσεις, η

ειλικρίνεια των οποίων κρίνεται με βάση στοιχεία θεάματος, π.χ. έκφραση, τόνος

φωνής, ετοιμότητα, σαφής και σύντομος λόγος κ.λπ. Και όχι μόνον αυτό, αλλά

παρεμβαίνει στις συζητήσεις, με την «αύρα» του δίκιου που δίνει ο πόνος και η

προσωπική γνώση, ο σύζυγος, για να υποβάλει ερωτήσεις, με τον λυγμό στη φωνή,

πλήρως αποδεκτό και κατανοητό και κατόπιν αποχωρεί, κλείνοντας το τηλέφωνο. Σε

όλες τις εκπομπές, από εκείνες του Γιώργου Αυτιά στον Alpha, των Λυριντζή και

Οικονόμου στη NET, μέχρι του Νίκου Ευαγγελάτου στο Alter και σε όλα τα δελτία

ειδήσεων. Οφείλει να υπερασπιστεί μια μνήμη, αλλά η υπερέκθεση και μάλιστα με

τόσο θεατρική μέθοδο, αποξηραίνει τις προθέσεις από το συναίσθημα, το

καταναλώνει, για να αφήσει μόνο την προβολή εκείνου που επιδίδεται σ’ αυτήν.

Όλο αυτό παράγει τηλεοπτικό αποτέλεσμα άκρως δραματικό, με τα δικά του

μηνύματα, τα οποία λαμβάνει και επεξεργάζεται το τηλεοπτικό κοινό αναλόγως με

τις ευαισθησίες του και, κυρίως, τον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να κάνει

την ανάγνωση των τηλεοπτικών θεαμάτων, με την μέθοδο του άσπρου – μαύρου, του

καλού και κακού (ο πονεμένος εξ ορισμού καλός και δίκαιος).

Ψυχραιμία; Όχι, ο πονεμένος δεν μπορεί να την έχει. Και μια ανθρώπινη

τραγωδία με τέτοια τηλεοπτική προβολή μάς καθιστά όλους πονεμένους. Το

τηλεοπτικό θέαμα, άλλωστε, δεν επιθυμεί καν την ψυχραιμία. Το αντίθετο,

τρέφεται από την έλλειψή της, καταβροχθίζει με βουλιμία την αμηχανία, το

ξέσπασμα, τον λυγμό, τις κραυγές που θολώνουν, τον θόρυβο που ξεσπάει για να

καταστεί ο ίδιος το κεντρικό θέαμα, η βασική επιδίωξη. Και ο θόρυβος

συνεχίζεται όσο υπάρχουν τα στοιχεία που τον τροφοδοτούν, οι αποκαλύψεις βήμα

βήμα, η σύγχυση του πόνου με την εφαρμογή των νόμων ή, ακόμη χειρότερα, με την

ερμηνεία τους.

«Διαπλοκή» που μπερδεύει

H υπόθεση των αυθαιρέτων στη χώρα μας έχει μακρά ιστορία, αφορά πολιτικές,

αφορά τη συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού, αφορά ιδεολογίες, οι οποίες

μπορεί να βαρύνουν προς τη μια ή την άλλη ερμηνεία των νόμων, αφορά θεσμούς

και την εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτούς, όλα όσα συγκροτούν τη δημόσια ζωή.

H διαπλοκή όλων αυτών με μια προσωπική τραγωδία, που έχει ρίζες σε ψυχές, σε

χαρακτήρες, σε αισθήματα, σε ενοχές, σε βιώματα, σε όσα μυστικά και πολύ

ιδιαίτερα και μοναδικά συμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων, μπορεί να παθιάζει

το τηλεοπτικό θέαμα, αλλά μόνο τις κάμερες ωφελεί και όσους δεν χάνουν

ευκαιρία να προβληθούν απ’ αυτές. Φτάνει τώρα, ας χαμηλώσουν οι προβολείς,

εξαερώνονται πλέον και προσωπικά συναισθήματα και αυτό μόνο τον κυνισμό συντηρεί.