Δεν έχω μέλλον στο τραγούδι. Γιατί εμένα, ανεξάρτητα από την ασχολία μου με το

θέατρο, η βασική μου δουλειά είναι το τραγούδι. Δούλευα χρόνια στο τραγούδι

ακροατής. Τώρα αλλάζω σταθμούς, αγοράζω CD, βλέπω κλεφτά βιντεοκλίπ σε κάτι

άθλιους τηλεοπτικούς σταθμούς με εικόνα τρεμάμενη σαν την ψυχή κι όμως τόσο

άψυχη, τίποτα. Άνεργος λοιπόν. Σύνταξη δεν δίνουν για την θητεία στην

απόλαυση, όσα μεροκάματα κι αν έχεις κάνει στην ηδονή, στην τέρψη, τίποτα.

Ούτε εφάπαξ. Κανά χαμόγελο συγκατάβασης κι αυτό με χίλια ζόρια. Είπα λοιπόν

και εγώ να στραφώ στο σινεμά, να ξαναγίνω ύστερα από χρόνια επαγγελματίας

θεατής. Λέω στην πρόβα, στη μικρή, με τα μαλλιά κοχύλι, ηθοποιό:

– Πάμε Δευτέρα σινεμά; Θες;

– Σαν τρελή, μου λέει, γουστάρω. Πάμε να δούμε Σοφία.

– Ποια Σοφία. Τον Λούντβιχ λέω του Βισκόντι.

– A, όχι, τη Σοφία λέω, την κόρη του Κόπολα που γύρισε το «Χαμένοι στη

μετάφραση», πολύ νόστιμο το είδε ο Αγαμέμνων και μου το ‘πε. Τον Λούντβιχ, πού

να τρέχεις τέσσερις ώρες τώρα…

Όχι, μην την παρεξηγήσετε. Ανήκει πλήρως στην του θεάτρου τέχνη, κι όταν

ανέβει στη σκηνή στα μάτια της τρέχει καυτό το δάκρυ του ταλάντου, αλλά μικρό

κορίτσι, θέλει κι αυτή το νόστιμο και το «της ώρας».

Δεν έχω μέλλον πια ούτε στο σινεμά.

Γυρνάω σπίτι, ανοίγω τη «Λέξη», πέφτω στο κείμενο του Ζιντ. Σταματάω σε μια

παραπομπή ή μάλλον σ’ έναν αστερίσκο.*

* «Το αγόρι που βγάζει ένα αγκάθι»: μπρούντζινο άγαλμα της ελληνιστικής

περιόδου που αναπαριστά ένα παιδί που προσπαθεί να βγάλει ένα αγκάθι από το

πόδι του.

Έτσι λοιπόν. Σαν το παιδάκι που σκύβει να βγάλει ένα αγκάθι από το τρυφερό του

πέλμα και μένει ακίνητο και σαν άγαλμα πια ταξιδεύει χρόνια και χρόνια, φτάνει

ώς εμάς στην ίδια θέση, ακίνητο κι όμως μ’ όλες τις κινήσεις όλων των παιδιών

που τα τρυπάει ένα αγκάθι κλεισμένες μέσα στο μπρούντζινό του σώμα, έτσι θέλω

να βλέπω την αγάπη μου στο χρόνο. Όχι για τίποτα άλλο. Για να ‘χω μέλλον στο

τραγούδι, στο σινεμά, στο θέατρο και στην καρδιά σου που στο άκουσμά της τρέμω.