Όλο και περισσότερο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ελληνικό και ξένο, λείπουν οι

παίκτες με ψυχή ηγέτη. Διόλου τυχαία, αφού αυτά στη ζωή και στο ποδόσφαιρο

πάνε πάντα μαζί, λείπουν και οι παίκτες με προσόντα και απόδοση ηγέτη. Γιατί

άλλο καλός, ακόμα και σπουδαίος παίκτης, κι άλλο να έχει κάποιος το χάρισμα ή

την ικανότητα να πάρει την ομάδα πάνω του, να βάλει τον εαυτό του όχι στη θέση

αλλά στην υπηρεσία του κοινού καλού, να εμπνεύσει σε σημείο που να αλλάζει

τους αγωνιστικούς συσχετισμούς. Είναι θέμα χαρακτήρα – οι άνθρωποι αυτοί θα

είχαν την ίδια επίδραση με ό,τι και αν καταπιάνονταν -, αλλά, φοβάμαι (εξ ου

και η έλλειψη όσο περνούν τα χρόνια), και θέμα νοοτροπίας σχετικά με το

άθλημα, τον τρόπο που παίζεται και τον λόγο για τον οποίο αξίζει να παίζεται.

Προχθές ένας Μπεκενμπάουερ κι ένας Κρόιφ προκαλούσαν το ίδιο συναίσθημα σε

συμπαίκτες και αντιπάλους: για να κερδίσεις δεν μπορούσες παρά να περάσεις από

αυτούς, να ακουμπήσεις επάνω τους ή να τους λυγίσεις χρησιμοποιώντας πενταπλή

ομαδικότητα, πονηριά και πείσμα. Χθες ακόμα, η μόνη παρουσία ενός Ματέους και

ενός Γκούλιτ αρκούσε για να δώσει τον ηλεκτρισμό, την ώθηση και το πάθος που

έφερνε αποτελέσματα και μεταδιδόταν στους φιλάθλους. Τα υλικά της ψυχής τού

ηγέτη δεν είναι ανάγκη να περιέχουν την καλοσύνη ή τη συμπαθητικότητα – η

περίπτωση του Ματέους είναι το καλύτερο παράδειγμα για το αντίθετο. Αυτό που

εκπέμπουν είναι δύναμη, αυτοπεποίθηση και οπωσδήποτε ένα είδος αλτρουισμού,

ένα απόλυτο δόσιμο στο παιχνίδι. Σήμερα οι μεγάλοι παίκτες, εκτός από το ότι

είναι μαζεμένοι στην ίδια ομάδα και αλληλοεξουδετερώνονται, έχουν στο μυαλό

τους ένα σωρό εξωαγωνιστικά πράγματα κι ανησυχίες. Ένας Ζιντάν κι ένας

Ρονάλντο (για τον Μπέκαμ δεν συζητάμε, γιατί ο άνθρωπος είναι πρώτα προϊόν και

μετά αθλητής) λάμπουν για τον εαυτό τους, για το ταλέντο τους, για το κασέ

τους και για τις φανέλες που πουλάνε.

ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ

Στη χώρα μας η μεγάλη πεντάδα των παικτών ηγετών δεν βρήκε συνεχιστές, σ’ ένα

ποδόσφαιρο κι ένα Πρωτάθλημα ολοένα και πιο απρόσωπα. Δομάζος, Παπαϊωάννου,

Δεληκάρης, Κούδας και Χατζηπαναγής μισούσαν την ήττα και λάτρευαν την ομορφιά

στον αγώνα για τη νίκη. Σέβονταν τον εαυτό τους και τον ρόλο τους στην ομάδα,

αλλά και τη σημασία που είχε η παρουσία τους για το άθλημα και για τον κόσμο

που τους παρακολουθούσε. Μιλούσαν λίγο στον Τύπο και πολύ, με λόγια και κυρίως

με έργα, στους συμπαίκτες τους. Ήταν πάντα εκεί την κρίσιμη στιγμή, τότε που

τα πράγματα πήγαιναν να χαλάσουν ή που χρειαζόταν ένα τελευταίο σπρώξιμο για

να μην μπορεί πια η νίκη ν’ αλλάξει στρατόπεδο. Έχαναν κιόλας, αλλά με το

κεφάλι ψηλά και κατακρίνοντας πρώτα, συχνά μόνο, τους εαυτούς τους και όχι

τους συμπαίκτες, τον διαιτητή, το κατεστημένο ή τον Θεό. Σήμερα, για κάθε

Βαζέχα που φεύγει έρχονται δέκα Μάριτς και σε κάθε Καρεμπέ που προσπαθεί

αντιστοιχούν δέκα Χούτοι. Το αυτοκαταστροφικό ξόδεμα των δυνατοτήτων αυτού του

παιδιού είναι η καλύτερη εικονογράφηση του στραβού δρόμου που έχει πάρει το

ελληνικό ποδόσφαιρο: μόνο απαιτήσεις και καμία προσφορά.

Ακόμα και ο αναμφισβήτητα κορυφαίος αυτή τη στιγμή παίκτης, εκείνος που για

δεύτερη συνεχή Κυριακή έσωσε μόνος του την ομάδα του, δείχνει να αισθάνεται

λιγότερο καλά από όσο θα του επέτρεπαν τα ποδοσφαιρικά κατορθώματα του. Το

«έτσι δεν παίρνουμε Πρωτάθλημα» που είπε ο Γεωργάτος μόλις ισοφάρισε τον

Πανιώνιο είναι ίσως αλήθεια, αλλά δύσκολα θα βοηθήσει να γίνει καλύτερο ένα

Πρωτάθλημα που ώς τώρα εξελίσσεται σε μάχη όχι μονόφθαλμων αλλού διαφορετικού

επιπέδου τυφλών.