Δαφνόφυλλα, μου είπε, θα κάψεις. -«Με μυρωδιές και φωτιά θ’ αμυνθείς. M’ ευχές

απαντάς στις κατάρες. M’ ευχές προχωράς, συγχωρείς». Κομμένα ξερά δαφνόφυλλα

πήρα να κάψω. M’ ένα σπίρτο δειλό, να ρίξω φωτιά στους χυμούς. Να ξεχυθούν, ν’

απλωθούν. H μυρωδιά τους να διώξει σκοτεινούς στοχασμούς. Δάφνες και

δεντρολίβανο. Ροδόξυλο πλάι στα γιασεμιά που (τι κι αν φυτρώσαν κι ανθίσαν μ’

αγάπη, κάποτε) δεν αντέχουν στο φθόνο, ούτε στον άνεμο που μεταφέρεται από έλη

μακρινά.

Από τοίχο σε τοίχο, μια προσευχή βουβή, μία ευχή σθεναρή. Ο καπνός στο

προσκέφαλο, η μυρωδιά στις γωνιές, οι φλογίτσες παντού. Κίνδυνος στον κίνδυνο.

Ο ύπνος σου θα ταραχθεί. Με συγχωρείς! Ευχή στην κατάρα και φως στις σκιές.

Σου υποσχέθηκα στη βροχή να μείνω στεγνή.

Τα παντζούρια θ’ αφήσω και πάλι ανοιχτά. Ανοιχτά τα παράθυρα, μα την πόρτα

κλειστή. Ως εδώ! Ευχαριστώ! Παραμύθια, ρετάλια, θύματα από ξέφτια, σκουπίδια

από γλέντια, στο κατώφλι σαρώνονται. Έμαθα πολλά. Μαζί μ’ αυτά, πως δεν

αντέχουν τα λεπτεπίλεπτα τα γιασεμιά. Κι η ροδιά (ναι, τρελή ροδιά) αποζητά

την αγκαλιά. Προς το φως γέρνει, προς τα εκεί κοιτά. Προς τον ορίζοντα μακριά,

προς τη ζωή – υπέρ πάντων, σεμνή.

Σε φτυαράκι μικρό μεταφέρω, σε στάχτες, τις δάφνες. Σκουλήκια ξεπρόβαλλαν μέσ’

απ’ το χώμα που θα διαλύσει τ’ αποκαΐδια της οργής. Σκουλήκια παχιά – γλοιώδη

κι αυτά. Ένα-ένα τα ζωάκια απ’ το χώμα τα πετώ στην αυλή. Δεν είναι ο θάνατος

ο δικός τους, η δική μου φυγή. Είναι ο δικός μου, η δική τους ζωή. Κάποτε θα

φανεί, κάποτε θα συμβεί. Ως εκεί… Ελελεύ! Στον κήπο μου ανθίζουν μπιγκόνιες.

Έλαια αρωματικά -βάλσαμο (ναι!) όπου δει. Ως ελέη απλώνονται πάνω στους

υδρατμούς της παλιάς συστολής. Ως ηδονή.