Οι επενδυτές για να αποκομίσουν υψηλότερες αποδόσεις στρέφονται σε

περισσότερο σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, καθώς οι καταθέσεις ταμιευτηρίου θα

πρέπει να χρησιμοποιούνται κυρίως για συναλλαγές.

Οι επισημάνσεις αυτές του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας κ. Θεόδωρου Καρατζά

δίνουν μία νέα διάσταση στο «καυτό» θέμα των αρνητικών αποδόσεων των

λογαριασμών καταθέσεων, αλλά και μία διέξοδο στην πλειονότητα των αποταμιευτών

για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση που έχει

δημιουργηθεί την τελευταία διετία με τις αποδόσεις των αποταμιεύσεών τους.

Θεόδωρος Καρατζάς. Με τη δημιουργία και τήρηση της νέας «λευκής λίστας» θα

είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε καλύτερα τους κινδύνους και να ελέγξουμε τις

επισφάλειες που δημιουργούνται και αυξάνουν σημαντικά το κόστος των τραπεζών

Ο κορυφαίος εμπορικός τραπεζίτης «απαντά» σ’ εκείνους που παρακολουθούν την

εξέλιξη των επιτοκίων στα δάνεια, λέγοντας ότι ο «Τειρεσίας» θα «κοντύνει» τα

επιτόκια και θα λειτουργήσει ως ανάχωμα στην προοπτική υπερδανεισμού, ενώ

παράλληλα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε οι τράπεζες να προσαρμόζονται

στον κάθε πελάτη ξεχωριστά προσφέροντάς του καλύτερους όρους χρηματοδότησης

και καινούργια προϊόντα.

Όλα αυτά τα «μηνύματα» στέλνει ξεκάθαρα με τη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο

διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, κ.

Θεόδωρος Καρατζάς.

Ο κορυφαίος εμπορικός τραπεζίτης ουσιαστικά περιγράφει το νέο τραπεζικό

σύστημα το οποίο βρίσκεται ήδη σε διαδικασία ολοκλήρωσης και απαντά με

σαφήνεια στις επιθέσεις που δέχονται οι τράπεζες σχετικά με τα πανωτόκια, τα

αρνητικά επιτόκια, την καταναλωτική και στεγαστική πίστη, αλλά και για τη

μειωμένη κερδοφορία των τραπεζών και το μέλλον της Εθνικής Τράπεζας.

«Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου θα πρέπει να χρησιμοποιούνται πλέον κυρίως για

συναλλαγές και όχι ως μέσο αποταμίευσης», λέει, στέλνοντας με αυτό τον τρόπο

το δικό του μήνυμα στους καταθέτες. «Οι επενδυτές προκειμένου να αποκομίσουν

υψηλότερες αποδόσεις στα κεφάλαιά τους στρέφονται διεθνώς σε περισσότερο

σύνθετα επενδυτικά προϊόντα, όπως αμοιβαία κεφάλαια, προϊόντα εγγυημένου

κεφαλαίου ή ασφαλιστικά», λέει χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι ήδη η τάση

αυτή καταγράφεται και στην ελληνική αγορά. Στην Εθνική, για παράδειγμα,

επισημαίνει, «τα προσφερόμενα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου έχουν

τριπλασιαστεί σε όγκο». Όταν μάλιστα του ζητείται να σχολιάσει τα αρνητικά

επιτόκια καταθέσεων είναι κατηγορηματικός: «Το γεγονός αυτό δεν παρουσιάζεται

μόνο στην Ελλάδα».

Τα πανωτόκια

Πάντως, τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι το μοναδικό σημείο της κριτικής που

δέχονται οι τράπεζες. Η υπόθεση των πανωτοκίων έχει τα τελευταία χρόνια

προκαλέσει συγκρούσεις όχι μόνο σε επιχειρηματικό αλλά και σε πολιτικό

επίπεδο. Ο κ. Καρατζάς είναι σχεδόν λακωνικός όταν του ζητείται να μιλήσει γι’

αυτό το θέμα και απαντά χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την εμπειρία του.

«Παρατηρείται χαμηλή ανταπόκριση στην τελευταία νομοθετική ρύθμιση, διότι,

κατά την εκτίμησή μου, έχει δημιουργηθεί η προσδοκία ότι θα υπάρξει ακόμη πιο

προνομιακή αντιμετώπιση στο μέλλον. Και λέω προνομιακή, διότι πρέπει να

αναρωτηθούμε πώς αισθάνεται παρακολουθώντας αυτή τη συζήτηση η συντριπτική

πλειοψηφία της πελατείας μας που έχει εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της, ενίοτε

μάλιστα σε πραγματικά δυσχερείς συνθήκες», τονίζει.

Οι χρεώσεις υπηρεσιών

Ανάλογη στάση τηρεί και για την περίπτωση των χρεώσεων στις τραπεζικές

υπηρεσίες.

«Στο θέμα των χρεώσεων πρέπει να αντιληφθούμε ότι η οποιαδήποτε συναλλαγή,

είτε αφορά τη μεταφορά ενός εμπορεύματος είτε τη σύναψη ενός δανείου,

δημιουργεί επιμέρους κόστος στην ολοκλήρωσή της. Αυτό το κόστος μπορείς είτε

να το ενσωματώσεις άμεσα στην τιμή, που είναι στην περίπτωσή μας κυρίως το

επιτόκιο, είτε να το εξειδικεύσεις, που αυτό κάνουμε όπως όλες οι τράπεζες

στην ευρωζώνη. Όσο για τους όρους συναλλαγών είναι ευκρινέστατοι και

παρακαλούμε τους πελάτες μας να τους συγκρίνουν όταν θέλουν να επιλέξουν

μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών», λέει.

Καταναλωτικά – στεγαστικά

Αλλά και για τα επιτόκια στην καταναλωτική και τη στεγαστική πίστη το

τραπεζικό σύστημα έχει δεχθεί έντονη κριτική. Ο κ. Καρατζάς την αντικρούει,

προσπαθώντας να συνδέσει τις έννοιες του πιστωτικού κινδύνου, του κόστους,

αλλά και της ανταγωνιστικότητας ολόκληρου του συστήματος.

«Πρέπει να δούμε τη στεγαστική και την καταναλωτική πίστη μαζί. Ο μειωμένος

κίνδυνος, λόγω των εμπράγματων εξασφαλίσεων, των στεγαστικών δανείων έχει

οδηγήσει το τραπεζικό μας σύστημα στο να προσφέρει εξαιρετικά ανταγωνιστικό

κόστος χρήματος σε αυτή την κατηγορία δανείων. Αντίθετα, στην καταναλωτική

πίστη, ο κίνδυνος της μη αποπληρωμής είναι μεγαλύτερος και αυτόν τον κίνδυνο

τιμολογούμε, όπως κάνουμε και σε κάθε επιχείρηση άλλωστε όταν της δίνουμε ένα

δάνειο, από τη μικρότερη ώς τη μεγαλύτερη. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν και στις

δύο περιπτώσεις, και στη στεγαστική και στην καταναλωτική πίστη, με μια

τιμολόγηση που αντανακλά τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο – χαμηλό στη μία

περίπτωση, υψηλό στην άλλη. Αλλά ανάλογες διαπιστώσεις θα κάνετε εάν εξετάσετε

οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη αγορά του κόσμου. Και μην ξεχνάμε τον κίνδυνο που

πάντα ελλοχεύει για τα τραπεζικά συστήματα όλων των χωρών, του δικού μας

συμπεριλαμβανομένου. Τον κίνδυνο που αφορά στην προσπάθεια απόκτησης ή

διατήρησης μεριδίου αγοράς από τις τράπεζες με την προσφορά δανειακών

κεφαλαίων σε τόσο χαμηλό κόστος που να οδηγήσει πρώτα στην παραγωγή ζημιών και

μετέπειτα στην αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του»,

επισημαίνει.

Ο ρόλος του «Τειρεσία»

«Πιο συγκεκριμένα τώρα, τα επιτόκια των στεγαστικών και των καταναλωτικών

δανείων στην Ελλάδα διαμορφώνονται πολύ κοντά – ιδιαίτερα των στεγαστικών –

στον μέσο όρο των επιτοκίων των χωρών της ευρωζώνης, χωρίς να λαμβάνονται

υπόψη οι ιδιαιτερότητες των επιμέρους χωρών. Επιπλέον, εάν ληφθεί υπόψη και το

αυξημένο «ρίσκο» που αναλαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες – λόγω της ανεπάρκειας

του υφιστάμενου συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης των πελατών – τότε μπορεί

να θεωρηθούν ως ανταγωνιστικά», λέει ο κ. Καρατζάς φέροντας στην επιφάνεια τον

ρόλο του «Τειρεσία». Του συστήματος, δηλαδή, πληροφόρησης των τραπεζών για

τους πελάτες τους, που έχει και γι’ αυτό δεχθεί πολύ σκληρή κριτική.

Αποκαλύπτει μάλιστα ότι το σύστημα αυτό θα φέρει μια νέα αντίληψη στην

πολιτική επιτοκίων των τραπεζών.

«Ο «Τειρεσίας» είναι η σύγχρονη εκδοχή της διαχρονικής ανάγκης των

συναλλασσομένων για πληροφόρηση. Στις μικρές κοινωνίες, από τις οποίες

προερχόμαστε, όλοι γνώριζαν όλους και δεν υπήρχε η ανάγκη να συγκεντρωθούν και

να κωδικοποιηθούν τα στοιχεία της συναλλακτικής συμπεριφοράς. Στις μεγάλες και

απρόσωπες κοινωνίες, και η κοινωνία μας έχει καλώς ή κακώς αποκτήσει τέτοια

χαρακτηριστικά, υπάρχουν και οι οργανισμοί όπως ο «Τειρεσίας». Βεβαίως, όλοι

είμαστε σύμφωνοι ότι πρέπει να διέπεται η λειτουργία τους από κανόνες. Ας

συμφωνήσουμε επίσης ότι, όπως και στο παρελθόν, έτσι και σήμερα όσο

περισσότερη πληροφόρηση έχουμε τόσο περισσότερες συναλλαγές θα μπορούμε να

κάνουμε, μεταξύ μας, με το μικρότερο δυνατό κόστος και κίνδυνο.

Προτεραιότητα η αναβάθμιση

Σε έρευνα της ICAP που έγινε για τον «Τειρεσία», το 76% των ερωτηθέντων που

έχουν στοιχεία οικονομικής συμπεριφοράς στον «Τειρεσία» αναγνώρισαν ότι είναι

απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος.

Επίσης, το 74% των επιχειρήσεων που ρωτήθηκαν και δεν διατηρούν στοιχεία στον

«Τειρεσία» είχαν την ίδια άποψη», λέει και συνεχίζει:

«Η αναβάθμιση των υπηρεσιών του συστήματος «Τειρεσίας» είναι, σε κάθε

περίπτωση, θέμα άμεσης προτεραιότητας. Το μέχρι τώρα τηρούμενο αρχείο

δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς δεν δίνει στοιχεία για τη συνολική

πιστοληπτική εικόνα του κάθε πελάτη και τη δανειακή του επιβάρυνση. Με τη

δημιουργία και τήρηση της νέας «λευκής λίστας» θα είμαστε σε θέση να

αξιολογήσουμε καλύτερα τους κινδύνους και να ελέγξουμε τις επισφάλειες που

δημιουργούνται και αυξάνουν σημαντικά το κόστος των τραπεζών.

Μείωση των επιβαρύνσεων

Μ’ αυτόν τον τρόπο θα δανειοδοτούμε τους πελάτες χωρίς να επιβαρύνονται με

αυτό το επιπλέον κόστος και βέβαια χωρίς να θίγονται προσωπικά δεδομένα.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι θα μπορούμε να αποτρέπουμε τον πελάτη από τον

υπερδανεισμό. Το οφέλη από τη δημιουργία βάσης δεδομένων συνολικού

πιστοληπτικού «προφίλ» για κάθε πελάτη είναι εμφανή, ιδίως για τους συνεπείς

πελάτες, οι οποίοι θα μπορούν να διεκδικήσουν καλύτερους όρους χρηματοδότησης.

Επισημαίνω και πάλι ότι οι αλλαγές αυτές θα έχουν θετική επίδραση στην

αξιολόγηση του «ρίσκου» και κατ’ επέκταση θα επηρεάσουν μειωτικά το ύψος των

προσφερόμενων επιτοκίων».

Ευοίωνες προοπτικές για τα κέρδη των τραπεζών

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν καλύτερη «συμπεριφορά» σε σχέση με τις

ευρωπαϊκές όσον αφορά τις επιπτώσεις από την κρίση.

Αυτό επισημαίνει ο κ. Καρατζάς, ο οποίος διευκρινίζει:

«Για το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2002, τα καθαρά κέρδη των ελληνικών

τραπεζών μειώθηκαν σε σχέση με το 2001, το οποίο ήταν το τελευταίο έτος στο

οποίο υπήρξαν σημαντικά διαπραγματευτικά έσοδα. Πάντως, οι ελληνικές τράπεζες

άρχισαν ήδη να εμφανίζουν τα πρώτα θετικά σημάδια βελτίωσης και να

παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα και σταδιακή βελτίωση των κερδών έναντι των δύο

προηγούμενων τριμήνων. Οι χορηγήσεις των πέντε μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών

αυξήθηκαν κατά 18% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου

έτους, ξεπερνώντας κατά πολύ τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ρυθμό αύξησης. Τα

καθαρά έσοδα από τόκους ενισχύθηκαν και συνέβαλαν στην αύξηση της οργανικής

κερδοφορίας, ιδιαίτερα λόγω του υψηλού ρυθμού αύξησης των δανείων της λιανικής

τραπεζικής. Αντιθέτως, οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνεχίζουν να πλήττονται από τη

διεύρυνση των επισφαλών δανείων, ως συνέπεια της παρατεινόμενης επιβράδυνσης

της οικονομίας, έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία ανάπτυξης, κατά τη διάρκεια της

οποίας τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αύξησαν πολύ τη «μόχλευσή» τους. Το

γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη διενέργειας μεγαλύτερων προβλέψεων

και τη χειροτέρευση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Όσο για το

2003, οι χρηματαγορές προβλέπεται να προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις,

ενισχύοντας τα αποτελέσματα από τη λιανική τραπεζική».

Για το μέλλον μάλιστα της Εθνικής αποκαλύπτει:

«Στις διεθνείς μας δραστηριότητες θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός της

διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει ήδη βελτιώσει τη φερεγγυότητα των

βαλκανικών αγορών στις οποίες βρισκόμαστε, μια που πλέον αξιολογούνται ως οι

αμέσως επόμενες προς ένταξη χώρες. Θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε τη θέση μας

στην περιοχή είτε μέσω της οργανικής ανάπτυξης είτε μέσω εξαγορών, αλλά και να

επιταχύνουμε τη μεταφορά τεχνογνωσίας, ιδίως στη λιανική τραπεζική, στις

θυγατρικές μας. Στην Ελλάδα, αντιλαμβάνομαι ότι κάτι τέτοιο δεν προκαλεί

θόρυβο, αλλά η έμφασή μας είναι στη διαρκή ενίσχυση των λειτουργιών μας μέσα

από εκατοντάδες επεμβάσεις που σωρευτικά εξασφαλίζουν το μέλλον μας. Τα μικρά

πράγματα κάνουν τα μεγάλα, ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό».